-
1 ἀπο-βιβάζω
ἀπο-βιβάζω (fut. att. ἀποβιβῶ), aussteigen lassen, bes. vom Schiffe ans Land setzen, τινὰ εἰς τόπον Her. 8, 76; Xen. Hell. 1, 2, 4; übersetzen, Plat. Gorg. 511 e; med., für sich, Her. 8, 76. 9, 32.
-
2 ἀποβιβάζω
ἀπο-βιβάζω, aussteigen lassen, bes. vom Schiffe ans Land setzen; übersetzen -
3 αποβιβαζω
(fut. ἀποβιβῶ) высаживать, выгружать(τινὰ εἰς τόπον τινά Her., Plut.; τοὺς πεζούς Thuc., Plut.)
ἀ. τὸν πόδα ἐς τέν πολεμίαν Arph. — высадиться на вражескую территорию;med. — заставлять высадиться (τινας ἀπὸ τῶν νεῶν Her.) -
4 καταβιβαζω
1) сводить внизκ. τινὰ ἐκ τοῦ καταστρώματος εἰς κοίλην νῆα Her. — заставить кого-л. спуститься с палубы во внутреннюю часть корабля;κ. τὰ βοσκήματα ἐκ τῶν ὀρῶν Xen. — сгонять с гор стада2) отгонять, оттеснять3) смещать, передвигать, переносить(τέν πόλιν πρὸς τέν θάλατταν Plut.)
4) сводить, приводить(λόγον ἐπί τι Luc.)
5) сталкивать (вниз), низвергать -
5 βαίνω
Grammatical information: v.Meaning: `go' (Il.).Other forms: Only present stem. Other presents: 1. βάσκω, mostly as ipv. βάσκε, - τε (Il.; s. below); 2. βιβάσκω (Il.), mostly causative ; 3. βίβημι (βίβᾱμι), - άω (to ἔβην, s. below) in βιβάς, βιβῶν, βιβᾳ̃ `stride' (Chantraine Gramm. hom. 1, 300); 4. βιβάζω (posthom.) causative; 5. βιβάσθων in μακρὰ β. (Il.), metrical lengthening of βιβάς at verse end (Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Shipp Studies 39).Derivatives: 1. βάσις `step, base' (Pi., in comp. Il.) = Skt. gáti- (below). 2. βατήρ, - ῆρος m. `threshold, basis' (Amips., inscr. etc.). 3. - βάτης, - ου m. from comp.: ἀνα-, ἀπο-, ἐμ-βάτης etc. (Il.), also with nominal first element, e. g. στυλο-βά-της; 4. - βατος from comp.: ἀνα- ( ἀμ-)βατός etc. (Il.); βατός as simplex (rarely) `accessible' (X.); s. Chantr. Form. 302ff. From - βάτης and - βατος abstracta in - σία, ὑπερβασία `transgression' (Il.); denomin. in - εύω and - έω, ἐμβατεύω etc. 5. - βάς, - άδος f. in ἐμβαδές. From here (?) adv. βάδην `step by step'. 6. βάθρον `basis, seat' etc. (Ion.-Att.), βάθρᾱ. 7. βαθμός and βασμός m. `step, basis' etc. (hell.; βαθμίς f. Pi.). Not here βαμβαίνων, q. v. From the root βη-: βῆμα, βᾶμα n. `step' etc. (h. Merc. etc.; = Av. gāman- n. `step') ; further βηλός (βᾱλός) m. `threshold' (Il.), βηλά n. pl. = πέδιλα (Panyas.); s. Chantr. Form. 240. Also - βήτης, - ου m. in ἐμπυριβή-της ( τρίπους) `standing over the fire' (Ψ 702); on διαβή-της s.s.v. `circle etc.' (Ar.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 33f.; cf. also ἀμφισβητέω.Etymology: A jot present \< *βάν-ι̯ω \< *βάμ-ι̯ω \< gʷm̥-i̯ō, βά-σκω \< *gʷm̥- from the root * gʷem-. The non-present forms were made from the root βη- (βᾱ-) \< * gʷeh₂-: ἔβην, βήσομαι (factitive ἔβησα, βήσω after ἔστησα, στήσω), βέβηκα (Il.). The present βαίνω is identical with Lat. venio (on `go' and `come' s. Porzig Satzinhalte 330f.); the sḱ-present βάσκε in Skt.. gácchati \< *gʷm̥-ske-ti `he goes'. The full grade in Goth. qiman `come', Skt. á-gam-am `I went' (aor.). Here also ἐβάθη ἐγεννήθη H.? for which one compares Lith. gìmstu `be born', if - stu \< *-sḱō (Leumann IF 58, 120)? - With βάσις cf. Skt. gáti-, Lat. con-ventio, and Germ., e.g. Goth. ga-qumÞs. Also - βατος = Skt. (-) gata-, Lat. - ventus. With βίβημι cf. Skt. jígāti `he goes. The aor. ἔβην agrees exactly with Skt. á-gā-m `he went'; das noun βῆμα agrees with Av. gā-man- n. `step, pace'. - With the roots guem- and guā- cf. * drem- (s. ἔδραμον), drā- (s. ἀποδιδράσκω), with related meaning. Cf. βέβαιος, βέβηλος, βωμός, βαστάζω, βητάρμων.Page in Frisk: 1,209-210Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαίνω
-
6 μεταβιβαζω
1) переводить, приводить(τοὺς ἐπιβάτας εἰς ναῦν Xen.; εἰς ἀγαθά Arph.; ἀπό τινος ἐπί τι Plat.)
2) направлять по другому пути(τὰς ἐπιθυμίας Plat.)
μ. τὸν λόγον ἐπί τι Diod. — переходить (в рассказе) к чему-л.3) приносить, вносить(τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην Polyb.)
См. также в других словарях:
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek
μεταβιβάζω — (Α μεταβιβάζω) [βιβάζω] μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.) νεοελλ. 1. διαβιβάζω («θα τού μεταβιβάσω τους… … Dictionary of Greek
υπερβιβάζω — ΜΑ μσν. (σχετικά με χρόνο) αφήνω να περάσει αρχ. 1. διαβιβάζω, περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβιβάζειν τὰς ναῡς ἐκ τοῡ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευράν», Λουκιαν.) 2. μεταθέτω τα γράμματα ή τον τόνο μιας λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιβάζω… … Dictionary of Greek
υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… … Dictionary of Greek