-
1 απηκριβώσθαι
-
2 ἀπηκριβῶσθαι
-
3 εὐάρμοστος
II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious,πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32
;εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R. 413e
: [comp] Comp. and [comp] Sup., Id.Prt. 326b, R. 412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. - τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12
, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135;ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάρμοστος
См. также в других словарях:
ἀπηκριβῶσθαι — ἀπηκρῑβῶσθαι , ἀπακριβόομαι to be highly wrought perf inf mp (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)