-
1 απακριβοομαι
подвергаться тщательной отделке(λόγος ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἥ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.)
См. также в других словарях:
ἀπηκριβῶσθαι — ἀπηκρῑβῶσθαι , ἀπακριβόομαι to be highly wrought perf inf mp (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)