-
1 ἀπειλητήρ
A threatener, boaster, Il.7.96, Call.Del.69, AP6.95 (Antiph.): as Adj., Nonn.D.4.378,al.:—fem. [suff] ἀπειλ-ήτειρα, ib.2.257.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειλητήρ
-
2 ἀπειλή
ἀπειλ-ή, ἡ, mostly in pl.,A boastful promises, boasts,ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς.. ὑπίσχεο οἰνοποτάζων; Il.20.83
;μέχρι τῶν ἀπειλῶν γενναῖος Lib. Or.59.118
, cf. Eust.704.28.II commonly in pl., threats,ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον υἷες Ἀχαιῶν; Il.13.219
;οὐδὲ.. λήθετ' ἀπειλάων τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πρῶτον ἐπηπείλησεν Od.13.126
, cf. Il.16.200, Hdt.6.32;εὐθύνειν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Pl.Prt. 325d
, cf. A.Pr. 175 (lyr.): in sg., S.Ant. 753, Th.4.126;ἀπειλῆς ἕνεκα τοῖς ἐν τῷ Ταρτάρῳ Arist.APo. 94b33
.2 of threatening conditions,ἀ. πνιγμοῦ Alex.Aphr.Pr.2.60
; τὰ ἐν ἀπειλῇ ἀποστήματα Heras ap.Gal.13.815; of storms, J.BJ1.21.5, Ael.NA7.7. -
3 ἀπείλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείλημα
-
4 ἀπείλησις
A threat, Phld.Herc.1251.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείλησις
-
5 ἀπειλητήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειλητήριος
-
6 ἀπειλητής
A = ἀπειλητήρ, D.S.5.31, J.BJ1.10.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειλητής
-
7 ἀπειλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειλητικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский