-
1 απειλητήρ
-
2 ἀπειλητήρ
-
3 ἀπειλητήρ
-
4 απειλητηρ
-
5 ἀπειλητήρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπειλητήρ
-
6 ἀπειλητήρ
ἀπειλητήρ, der Droher, Großprahler -
7 ἀπειλητήρ
A threatener, boaster, Il.7.96, Call.Del.69, AP6.95 (Antiph.): as Adj., Nonn.D.4.378,al.:—fem. [suff] ἀπειλ-ήτειρα, ib.2.257.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειλητήρ
-
8 απειλητης
-
9 καυχητής
-
10 ἀπειλητής
ἀπειλητής, ὁ, = ἀπειλητήρ, Sp.
-
11 απειλητήρα
-
12 ἀπειλητῆρα
-
13 απειλητήρας
-
14 ἀπειλητῆρας
-
15 απειλητήρες
-
16 ἀπειλητῆρες
-
17 απειλητήρι
-
18 ἀπειλητῆρι
-
19 απειλητήρος
-
20 ἀπειλητῆρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απειλητήρ — ἀπειλητήρ ( ῆρος), ο (Α) κομπαστής, καυχησιάρης … Dictionary of Greek
ἀπειλητήρ — threatener masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρα — ἀπειλητήρ threatener masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρας — ἀπειλητήρ threatener masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρες — ἀπειλητήρ threatener masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρι — ἀπειλητήρ threatener masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλητῆρος — ἀπειλητήρ threatener masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλητής — ἀπειλητής, ο (Α) ο απειλητήρ … Dictionary of Greek
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek