Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπατήλιος

См. также в других словарях:

  • απατήλιος — ἀπατήλιος, ον (Α) πανούργος, δόλιος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • ἀπατήλιος — guileful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήλιον — ἀπατήλιος guileful masc/fem acc sg ἀπατήλιος guileful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήλια — ἀπατήλιος guileful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήλιε — ἀπατήλιος guileful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏԻՐ — (իրք.) NBH 2 0610 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c ա. πειθός, πειθανός persuasorius, blandus, fallax ἁπατήλιος, λος decaptorius, fraudulentus, dolosus. (Որպէս թէ պատօղ իր, կամ վատ ինչ.) Արմատ Պատրելոյ. որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»