-
1 απήνη
ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀπήνη
Grammatical information: f.Other forms: πήνα· ἀπήνη H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. The first question is the relation with πήνα ἀπήνη H.; apocopated acc. to Strömberg Wortstudien 45; thus Fur. 374: the analysis must be ἀπ-ηνη; but rejected by Winter Prothet. Vokal 13 (if the ἀ- is a proth. vowel, the word would be a substr. word). Then there is the synonym καπᾱ́νᾱ (Xenarch. 11, Thess.), s. Güntert Reimwortbildungen 152; the agreement is remarkable, the word is hardly IE. Fur. 224 n. 96 compares γάπος ὄχημα. Τυρρηνοί H. He also adduces (285) λαμπήνη id. (with λαπίνη, which shows prenasalization; on λ\/zero see Fur. 392). Further one has compared ἀμανάν ἅμαξαν H. There is also Myc. apenewo, which would be drawing animals; but ἀπήνη will have -ᾱνᾱ. Bănăt̨eanu REIE 3, 141 thought the word is Anatolian (which amounts to saying that it is a substr. word), which DELG considers possible (but not because ἄμαξα is IE, q.v.!); Szemerényi, JHS 94 (1974) 149f. thought it could be Semitic. - The comparison with καπάνα is the most convincing and shows foreign (substr.) origin (κ-\/zero Fur. 391f.).Page in Frisk: 1,121Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπήνη
-
3 ἀπήνη
A four-wheeled wagon, drawn by mules,ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Il.24.324
, cf. Od.6.57 with 69,72,73,82; much the same as ἅμαξα, cf. Il.24.266 with 324, Od.6.72 with 73: of a racing-car, drawn by mules,ἡμιόνοις ξεστᾷ τ' ἀπήνᾳ Pi.P.4.94
, cf. O. 5.3, Arist.Fr. 568;ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη.. ἡμιόνους ἀνθ' ἵππων ἔχουσα Paus. 5.9.2
.2 later, any car or chariot, A.Ag. 906, S.OT 753; ἀ. πωλική ib. 803; war-chariot, Str.4.5.2; cf. καπάνα.3 metaph., any conveyance,νατα ἀ.
ship,E.
Med. 1123;πλωταῖς ἀπήνῃσι Lyr.Adesp.117
( = Trag.Adesp.142); τετραβάμονος ὡς ὑπ' ἀπήνας, of the Trojan horse, E.Tr. 517 (lyr.).5 in pl., the alae nasi, Poll.2.80. -
4 ἀπήνη
ἀπήνη, ἡ, ein vierrädriger Wagen, um Lasten, zuweilen Frauen u. Greise zu fahren, gew. mit Maulthieren bespannt, von Hom. an, Iliad. 24, 275 sqq Od. 6, 57 sqq. 7, 5; Soph. O. R. 753. 803; vgl. Paus. 5, 9. Bei Pind. ein Maulthiergespann, vgl. Ol. 5, 3. Uebh. Fahrzeug, ναΐα, Schiff, Eur. Med. 1122, vgl. p. bei D. Hal. C. V. 17; Gespann, Paar, Phoen. 338.
-
5 απηνη
ἥ1) повозка, телега (четырехколесная) Hom.; колесница Aesch., Soph., Arst.ναΐα ἀ. Eur. = ναῦς
2) пара, двое ( о братьях Этеокле и Полинике) Eur. -
6 απηνή
ἀπηνήςungentle: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀπηνήςungentle: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀπηνήςungentle: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 ἀπηνῆ
ἀπηνήςungentle: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀπηνήςungentle: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀπηνήςungentle: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
8 ἀπήνη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπήνη
-
9 ἀπήνη
ἀπήνη, ein vierrädriger Wagen, um Lasten, zuweilen Frauen u. Greise zu fahren, gew. mit Maultieren bespannt; ein Mauthiergespann; übh. Fahrzeug; Gespann, Paar -
10 ἀπήνη
Βλ. λ. απήνη -
11 ἀπήνῃ
Βλ. λ. απήνη -
12 απηνή
merhametsiz, katı yürekli -
13 καπᾱνα
καπᾱ́ναGrammatical information: f.Meaning: Thessalic word for `waggon' = ἀπήνη (Xenarch. 11, H.), -η `cross-bar of the waggon (?)' (Poll. 1, 142), καπᾶναι ( καπαλαί cod.) φάτναι H.Derivatives: καπάναξ `side-piece of the waggon-box ' (Poll. ibid.; cf. δίφραξ from δίφρος); καπανικώτερα adjunct of Θετταλικά ( δεῖπνα) in Ar. Fr. 492, in Ath. 9, 418d = ἁμαξιαῖα `filling a waggon', acc. to H. as alternative = χορταστικώτερα, ἀπὸ τῆς φάτνης `more foodful, more plenteous' (LSJ, from καπάνη = κάπη). - Unclear καπάνη τριχίνη κυνῆ, καπάνια ἁρπεδόνες, καπαλίζει ζευγηλατεῖ H. - Here also Καπανεύς EN? (Boßhardt Die Nom. auf - ευς 121).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prob. prop. `chest', formation in -ᾱνᾱ (Chantraine Formation 206; cf. esp. ἀπήνη) from κάπη, κάπτω?, s. v. καπάνα reminds of Gallorom. capanna (Alessio Studi Etr. 19, 175 n. 34). Kuiper Μνήμης χάριν 1, 213 n. 9 compared ἀπήνη, with κ\/zero, which means that the word is Pre-Greek, which seems more probable. Fur. 224 n. 96 compares γάπος ὄχημα. Τυρρηνοί H.Page in Frisk: 1,780Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καπᾱνα
-
14 ἄμαξα
ἄμαξα, ἡ, att. ἅμαξα, Wagen; mehrmals Hom., immer mit spir. len., Herodian. Scholl. Iliad. 18, 487; Iliad. 21, 782 ὑπ' ἀμάξησιν βόας ἡμιόνους τε ζεύγνυσαν; 7, 426 ἀμαξάων ἐπάειραν; 12, 448 τὸν δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω ῥηιδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; Od. 9, 241 οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι ἐσϑλαὶ τετράκυκλοι ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; 10, 103 ἄμαξαι ἄστυδε καταγίνεον ὕλην; 6, 37 ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσιν ζῶστρα, 72 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην (v. l. ἡμιόνοιιν Scholl.) ὅπλεον, 260 μεϑ' ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἔρχεσϑαι, derselbe Wagen heißt 6, 57. 69. 73. 7, 5 ἀπήνη; Iliad. 24, 150. 179 ὅς κ' ἰϑύνοι ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐύτροχον, 189 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι, 263 ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, 266 ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐύτροχον ἡμιονείην καλὴν πρωτοπαγέα, 711 ἐπ' ἄμαξαν ἐύτροχον ἀίξασαι, 275. 324 heißt derselbe Wagen ἀπήνη; – das Gestirn, der große Bär, Iliad. 18, 487 Od. 5, 273 ἄρκτον ϑ', ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν; – Her. 1, 188; im Ggstz von ἅρμα Xen. An. 1, 7, 20; öfter die Packwagen; τετράκλινοι, viersitzige, Luc. Tox. 46; Hes. O. 428. 435 der Pflug; ein Wagen voll, πετρῶν, σίτου, Xen. An. 6, 4, 22 Cyr. 2, 4, 18; = eine große Menge, Alex. bei Ath. IX. 380 d; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κατεσκέδασαν ἀλλήλων Luc. Eun. 2, was der Schol. auf die in Athen üblichen Aufzüge bei den Dionysien zurückführt, wobei vielfache Spottreden vorkamen u. worauf auch die sprichwörtliche Redensart: ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζειν ὥςπερ ἐξ ἁμάξης, zurückzuführen, kein Blatt vor den Mund nehmen, Dem. 18, 129; ἐξ ἁμάξης παῤῥησιάζεσϑαι Luc. Iup. Trag. 44. Sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν Luc. D. Mort. 6, 2, der Wagen, zieht den Ochsen, die verkehrte We lt. – Theodor. 18 (VII, 479) ἅμ. παμφόρος Landstraße.
-
15 καπανη
-
16 απήνας
ἀπήνᾱς, ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem acc plἀπήνᾱς, ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem gen sg (doric aeolic) -
17 ἀπήνας
ἀπήνᾱς, ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem acc plἀπήνᾱς, ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem gen sg (doric aeolic) -
18 ὑποζεύγνυμι
A yoke under, put under the yoke,I of the animals yoked,ὑ. ἵππους Od.15.81
;βοῦς Hdt.4.69
;ἡμιόνους.. ζεῦξαν ὑπ' ἀπήνῃ Od.6.73
:—[voice] Med.,οὑρῆας ὑποζεύξασθαι ἀπήνῃ A.R.3.841
.b metaph., subjugate, Orus l. c.:—[voice] Pass., submit to,τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.Aj.24
.2 of the chariot,ἄρμ' ὐπαζεύξαισα Sapph.1.9
;ὑποζεύξασθαι τέθριππον Plu. Cam.7
.II bring under a class,εἰς τὸ δουλικὸν ὑ. γένος Pl.Plt. 309a
:—[voice] Pass., ὑπεζεῦχθαι ἑνὶ γένει to be brought under one and the same class, Arist.PA 644a18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποζεύγνυμι
-
19 πωλικός
πωλικός, von Fohlen, junge Pferde betreffend; ἀπήνη πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen, Soph. O. R. 802; πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ, Eur. I. A. 623; πωλικῶν ἐξ ἀντύγων, Rhes. 567; überh. von jungen Thieren, πωλικὸν ζεῠγος βοῶν, Alcaeus bei Phot.; und übertr. = παρϑενικός, jungfräulich, ἑδώλια, Aesch. Spt. 436; χνοῦς, Theodorid. 6 (VI, 156).
-
20 παρ-αμείβω
παρ-αμείβω, umwechseln, umändern, anderswohin bringen, Alciphr. 3, 40; vorbeigehen, τί, Ap. Rh. 2, 660; Heliod. 6, 1 u. a. Sp. – Gew. med. vorbeifahren, -schiffen, τινά, vor Einem, Od. 6, 310; Μάλειαν, H. h. Ap. 409; Soph. O. C. 129; ἀπήνη τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη, Eur. I. A. 146; oft bei Her. πόλεις, τείχεα, 7, 30. 112. 6, 41 u. sonst; auch von Flüssen, daran vorbeifließen, 1, 72. 75; παραμειβομένου δὲ τὴν πόλιν τοῦ στρατεύματος, Xen. Cyr. 5, 4, 50; Sp., wie Plut. Pomp. 73. – Absol., παραμειψάμενος, wie παρελϑών, Xen. An. 1, 10, 10. – Dah. auch vorbeilaufen, an Schnelligkeit übertreffen, einholen, πλόον παραμείβεαι, Pind. N. 3, 26; δελφῖνα, P. 2, 50; u. so übtr. im act., Soph. σοφίαν σοφίᾳ δ' ἂν παραμείψειεν, O. R. 504, Schol. erkl. νικήσειεν, übertreffen. – Auch in Prosa, ἐπεὶ παρημείβετο ἡ ναῦς τὴν ναῦν, Plat. Lach. 183 e. – Von der Zeit, vorbeigehen, verstreichen, Hes. O. 411.
См. также в других словарях:
ἀπήνη — four wheeled wagon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνῃ — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… … Dictionary of Greek
ἀπηνῆ — ἀπηνής ungentle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπηνής ungentle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπηνής ungentle masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερ(ρ)απήνη — η, Ν ζωολ. γένος χερσόβιων χελωνών τής οικογένειας εμυδίδες, που απαντούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terrapene, λ. αλγκονκικής γλώσσας, που συνδέεται με το αλγκονκικό torope «χελώνα»] … Dictionary of Greek
ἀπηνῶν — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen pl ἀπηνής ungentle masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπῆναι — ἀπήνη four wheeled wagon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναις — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναισι — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνην — ἀπήνη four wheeled wagon fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνης — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)