Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπέχει

См. также в других словарях:

  • ἀπέχει — ἀπέχω keep off or away from pres ind mp 2nd sg ἀπέχω keep off or away from pres ind act 3rd sg ἀποχέω pour out imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • απέχω — (AM ἀπέχω) 1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι 2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι ||| αρχ. μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατής αρχ. 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω 2. χωρίζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»