-
1 αξιώματος
-
2 ἀξιώματος
-
3 ἀ-φάνεια
-
4 αφανεια
(φᾰ) ἥ1) темнота, неясность(τύχας Pind.)
2) безвестность, незнатность(ἀξιώματος Thuc.)
3) исчезновение, гибель(λακτίζειν τι εἰς ἀφάνειαν Aesch.)
-
5 υγιοτης
-
6 присвоение
присвоениес1. (захват) ἡἰδιοποίηση [-ις], ὁ σφετερισμός, ἡ οίκειοποίηση [-ις]:незаконное \присвоение ἡ παράνομη οἰκειοποίηση, ὁ σφετερισμός· \присвоение власти ἡ ἀντιποίησις ἀρχής·2. (звания) ἡ ἀπονομή (βαθμοῦ, ἀξιώματος). -
7 ταξιώματος
-
8 τἀξιώματος
-
9 abdicate
['æbdikeit]1) (to leave or give up the position and authority of a king or queen: The king abdicated (the throne) in favour of his son.) παραιτούμαι βασιλικού αξιώματος2) (to leave or give up (responsibility, power etc): He abdicated all responsibility for the work to his elder son.) εγκαταλείπω (εξουσία, δικαίωμα κ.λπ.)• -
10 swear in
(to introduce (a person) into a post or office formally, by making him swear an oath: The new Governor is being sworn in next week.) ορκίζομαι (κατά την ανάληψη αξιώματος) -
11 диплом
-а α.δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιητικό σπουδών. || δίπλωμα αξιώματος, ευρεσιτεχνίας κλπ., προνομιακό έγγραφο. -
12 лишить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шеюρ.σ.μ.στερώ, αποστερώ αφαιρώ•лишить свободы στερώ της ελευθερίας•
лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
-возможности στερώ της δυνατότητας•
лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•
лишить наследства αποκληρώνω•
лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.
εκφρ.лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).στερούμαι, χάνω•лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•
лишить разума χάνω το λογικό•
чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•
доверия χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). -
13 понижение
-я ουδ.1. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα• κατέβασμα• πτώση•понижение цен μείωση των τιμών•
голоса χαμήλωμα της φωνής•
понижение температуры πτώση της θερμοκρασίας.
|| υποβίβαση•понижение должности υποβίβαση του αξιώματος.
2. χαμηλό μέρος. -
14 πάνυ
1 with Verbs, A.Ch. 861 (anap.), Pl. Cra. 386c, Euthd. 272d, etc.; π. μανθάνω perfectly, Ar.Ra.65, 195;ὡς π. εἰδῆτε X.An.6.1.31
: with Adjs., very, exceedingly, π. πολλοί, ὀλίγοι, μικρός, etc., very many or few, very small, A.Ag. 1456 (anap.), Pl. Ap. 25b, Arist.HA 542a5;π. ταρφύς A.Pers. 926
(anap.);π. πλούσιοι Lys.19.15
. etc.: freq. in opposed clauses,οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ π. χρηστός D.21.83
; οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ π. αἰσχρῶς ibid.: after the Adj., ὀλίγοι π., σπάνιος π., X.An.4.7.14 (v.l.), 1.9.27, cf. Pl.Cra. 402a; separated from it,ἐκτὸς π. τινῶν ὀλίγων Id.R. 605c
, cf. Euthd. 287b: with Nouns in adj. sense,π. εἶναι ὑβριστής Id.Ap. 26e
: in late writers with [comp] Sup., π. φαυλότατος Sch.Ar.Ra. 1363, cf. Ath.1.22d (π. γάρ ἐστιν ὡρικωτάτη is dub. in Crates Com.40): with Advbs.,π. ταχύ Eup.311
;ταχὺ π. Ar.Pl.57
; π. σφόδρα ib.25, 745, Pl.Ap. 25a;σφόδρα π. Aeschin.2.36
; π. πολύ very much, Pl.Chrm. 157d, X.Cyr.6.1.41, etc.;μόγις π. Pl.Ap. 21b
; π. μόλις or μόλις π., Philem.88, Eub.30; εὖ π. Theopomp. Com.14, etc.: with adverbial phrases, π. σπουδῇ in very great haste, D.20.105;σπουδῇ π. Th.8.89
; π. ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ ib.50;π. ἐξ εἰκότος λόγου Pl.Euthd. 305e
;ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. Id.Hp.Ma. 282e
;π. παρὰ πολλοῖς Id.Euthd. 305c
;π. ἐπὶ σμικροῖς Id.Ap. 40a
;ἀπὸ σμικροῦ π. Ar.Pl. 377
: with part., π. ἀδικῶν if ever so criminal, Th.3.44.2 strengthd.,καὶ πάνυ Id.2.11
, X.Mem.1.3.13, Pl.Ap. 17c, Euthd. 276d, Cra. 400c; δοκεῖ μοι.. καὶ π. οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη I believe this name actually did not exist, Th.1.3.3 οὐ πάνυ not quite,οὐ π. τι μανθάνω Pl.Euthd. 286e
, cf. Phd. 63a, Prt. 331e, X.An.6.1.26, etc.; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν not quite so much.., D.59.7;οὐ π. εὐδαιμονικὸς.., ἔτι δ' ἴσως ἧττον Arist.EN 1099b3
: sts. with litotes, not quite, implying 'not at all',ταῦτα νεκρῷ μὲν οἷόν τε ποιεῖν, ζῶντι δὲ οὐ π. Hp.Art. 46
; εὐφόρως δὲ οὐ π. ἔχει it is not very (or not at all) easy, ib.77; οὐ π. μοίρας εὐδαιμονίσαι πρώτης hardly to be congratulated.., S.OC 144 (anap.);οὐ π. προσίεμαι X.Mem.2.8.5
.4 in affirmative answers, by all means, no doubt, Ar.Pl. 393: mostly with a Particle added,πάνυ γε Pl.Alc.1.107e
, etc.;καὶ πάνυ γε Id.Chrm. 154e
; π. γε, a)lla/ .. very well, but.., D.21.89;πάνυ μὲν οὖν Ar.Pl.97
, Pl.Euthphr. 13d, al.; πάνυ καλῶς no I thank you, Ar.Ra. 512. -
15 τήρησις
A watching, safe-keeping, guarding, ἀφύλακτος ἡ τ. E.Fr. 162;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1308a30
, cf. PA 692a7;τῆς πόλεως Supp.Epigr.6.724
(Perga, ii/i B.C.);τῆς οἰκίας POxy.1070.51
(iii A.D.); ;τῆς ἡλικίας Epicur. Sent.Vat.80
; [ πλούτου] Phld.Oec.p.44J.; preservation, e.g. of health, Gal.10.646, Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A.D.); observance, νόμων, ἐντολῶν, LXX Wi.6.18(19), 1 Ep.Cor.7.19; (Olympia, ii B.C.).3 means of keeping or guarding, τὰς λιθοτομίας.., ἀσφαλεστάτην τ. the quarries.., the most secure place of custody, Th. 7.86, cf. Act.Ap.4.3, BGU 388 iii 7 (ii A.D.).II observing, observation, τῶν καθόλου συμβαινόντων (as Empiric term) Sor.1.4, cf. Gal. 15.830, 16.550, 18(2).307, Sect.Intr.4, S.E.P.1.23, 2.246, A.D.Synt.37.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τήρησις
-
16 ἀξίωμα
A that of which one is thought worthy, an honour,γάμων.. ἀξίωμ' ἐδέξατο E. Ion62
; οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματαib. 605;κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχειν Id.Or.9
; τὸ τῆς πόλεως ἀ. the dignity of the city's representative, D.18.149.2 honour, reputation, E.Supp. 424, Th.2.65, etc.;ὢν ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν Id.6.15
;τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀ. D.59.113
: c. gen. objecti, ἀ. ἔχειν ἀρετῆς claim on ground of merit, Arist.Pol. 1281b25.4 of things, worth, quality,οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀ. Th.5.8
.5 concrete, things of dignity, Philostr.VS2.5.4.II that which is thought fit, decision, decree, , cf. 1459;τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210
;ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίαι Epicur.Ep.2p.36U.
2 in Science, that which is assumed as the basis of demonstration, selfevident principle, Arist.Metaph. 997a7, 1005b33, APo. 72a17, Polystr. p.16 W.:—Math., axiom, Arist.Metaph. 1005a20, etc.; philosophical doctrine, τὸ Ζήνωνος ἀ. ib. 1001b7, cf. Xen. 979b22; logical proposition, Chrysipp.Stoic.2.53,63, etc. -
17 ἀρνητικός
A denying, negative,μόριον ἀξιώματος Chrysipp.Stoic.2.66
, cf. Alex.Aphr.in Metaph.333.26;φαντασίαι Numen.
ap. Eus.PE14.8;ἐπίρρημα Eust. 211.37
. Adv.- κῶς Porph.in Cat.136.27
, Simp.in Ph.812.17, Sch. Ar.Ra. 1455.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνητικός
-
18 ἀφάνεια
ἀφᾰν-εια, ἡ,A obscurity, uncertainty,τύχας Pi.I.4(3).49
: metaph., ἀξιώματος ἀ. want of illustrious birth or rank, Th.2.37.2 invisibility, Dam. Pr.6.II disappearance, destruction, A.Ag. 384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form [full] ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφάνεια
-
19 ἐπιτιμία
ἐπιτιμ-ία, ἡ,A the condition of an ἐπίτιμος, enjoyment of all civilrights and privileges, opp. ἀτιμία, Aeschin.2.88, D.21.106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐ. money collected for the recovery of the franchise, Id.18.312 ;ἡ ἐ. σου οὐδὲν βλαβήσεται POxy.1405.10
(iii A.D.), cf. Schwyzer 328.11 (Delph., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτιμία
-
20 ἀφάνεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀξιώματος — ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀξιώματος — ἀξιώματος , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… … Dictionary of Greek
καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
PRINCEPS Archus — seu Arechis, primus Beneventi Principem se dixit: cum eatenus Duces vocarentur. Leo Mars p. 466. et inungi se fecit, ibid. Uladislaus quoque Hermannus, regiô nomine abstinuit, et Princeps Poloniae dicivoluit, quod obtinuit usque ad Primislaum,… … Hofmann J. Lexicon universale
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek