-
1 αξιωμάτων
ἀξίωμαthat of which one is thought worthy: neut gen pl——————ἀξιωμάτων, ἀξίωμαthat of which one is thought worthy: neut gen pl -
2 ἀξιωμάτων
Βλ. λ. αξιωμάτων -
3 ἁξιωμάτων
Βλ. λ. αξιωμάτων -
4 διαζευξις
- εως ἥ1) разделение, отделение(τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.)
2) расторжение брака, развод(τῶν γυναικῶν Arst.)
3) грам. разделение, разделительность(τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.)
4) муз. несовпадение(φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. διαζεύγνυμι 1 в конце)
-
5 παρασυνάπτομαι
A to be connected by a causal particle, Crinis Stoic.3.269 ;[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον Ph.1.321
, cf. A.D.Synt.8.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνάπτομαι
-
6 συντελικός
A belonging to (cf.συντέλεια 11.3
,συντελέω 111.2
),Πατρεῖς καὶ τὸ μετὰ τούτων συντελικόν Plb.38.16.4
; συντελικὰ χρυσία gold paid by a body of persons paying tax jointly, PMasp.4.15 (vi A.D.); contributory, Simp. in Cat.373.1; ὅσα σ. τῆς τροπῆς the effectively completing parts of the metaphor, Hermog.Inv.4.10.II Gramm., τὸ ς. the aorist, Phryn.315, Id.(?) in PLit.Lond. 183, Sch.A Il.21.33; διάθεσις ς. prob. in A.D.Synt.70.9; περὶ σ. ἀξιωμάτων, title (dub. sens.) of work by Chrysippus, Stoic.2.5. Adv. κῶς Sch.All.9.578, Sch. T Il.1.600, Apollon.Lex. s.v. ἰών.2 ὁ παρακείμενος καλεῖται ἐνεστὼς ς. the perfect is called the completed present, Sch.D.T.p.251 H., cf. Choerob. in Theod.2.12 H.3 στάσις ς., = conjectura, Athenaeus ap.Quint.Inst.3.6.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντελικός
-
7 σύστασις
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων ς. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα ς. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27;σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15
.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας ([etym.] ἀπέδωκεν[]) (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.2 communication between a man and a god,ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209
, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [ τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14;σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10
;πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62
(vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).B ([etym.] συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict,ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117
, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ς. Pl.Lg. 833a;ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3
;ὅταν.. σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16
, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body,καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti. 89a
;καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll.
ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71;μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp. 983
; soἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17
vulg. (f.l. for τάσις).2 meeting, accumulation, e.g. of humours,σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac. 233
; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., ; combination,τραγῳδίαν.. εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d
.3 knot of men assembled, E.Andr. 1088 (pl.), Heracl. 415 (pl.); [full] κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ ς. national unions, Plb.23.1.3;κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7
.II composition, structure, constitution of a person or a thing,τῶ κόσμω Ti.Locr.99d
, cf. Pl.Ti. 32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp. 188a, Ti. 36d; of the parts of an animal, Arist.PA 646a20, GA 744b28, al.;σώματος Sor.1.111
;τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35
G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ς. Pl.Ti. 75b; φυσικὴ ς. Arist. Cat. 9b18;ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol. 1295b28
, cf. 1332a30;τῶν πραγμάτων Id.Po. 1450a15
; τοῦ μύθου ib. 1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31;τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361
S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου ς. expression of face, Plu.Per.5.b abs., political constitution, Pl.R. 546a, Lg. 702d, etc.c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of.., PGiss.56.7 (vi A.D.).2 coming into existence, formation, , cf. c;πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg. 782a
; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων ς. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b;τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA 547b14
, Plb.6.4.13, etc.; of a river,τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1
;σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8
.3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ ς., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58;σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b
; degree of solidity, consistency,σπέρμα.. τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46
, cf. 58; solid knot or lump, [ μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88;μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134
, cf. 6.249, Dsc.3.7;τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761
; λεαίνεται μέχρι ς. Orib.Fr.55.4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς ς. Arist.PA 654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ ς. Arist.HA 519b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστασις
-
8 ἀντιστροφή
ἀντιστροφ-ή, ἡ,I in choruses and dances, strophic correspondence, D.H.Comp.25; in later writers, = ἀντίστροφος, ἡ (q.v.), Sch.Ar.Nu. 595,al.II Rhet., repetition of closing words in successive members, Phld.Rh.1.195 S., Hermog.Id.1.12, cf, 2.1, Eust.945.60;ἀ. τὸ ἐναντίον τῆς ἐπαναφορᾶς Alex.Fig.2.4
.3 Gramm., inversion of letters (e.g. ἀκήν, ἦκα), EM 424.8.III inversion, κατὰ τὴν ἀ. τῆς ἀναλογίας in inverse ratio, Arist.Ph. 266b18:—in Logic, conversion of terms of a proposition, Id.APr. 25a40; ἀ. δέχεσθαι to be convertible, ib. 50b32.b Math.,τῶν θεωρημάτων ἡ ἀ. Procl.in Euc.p.251
F., cf. Apollon.Perg.Con.2.49; ἀ. προηγουμένη complete conversion, Procl.in Euc.p.253F.;ἀ. ἀξιωμάτων Stoic.2.64
; generally, conversely,Metrod.
Herc. 831.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστροφή
См. также в других словарях:
ἁξιωμάτων — ἀξιωμάτων , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιωμάτων — ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου … Dictionary of Greek
λατέρκουλον — λατέρκουλον, τὸ (Μ) (στους Βυζαντινούς) 1. αρχείο, κατάλογος τών πολιτικών και στρατιωτικών αξιωμάτων τού παλατιού 2. έγγραφο με οδηγίες προς τον πραίτωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. laterculum «κατάλογος τών αρχών και αξιωμάτων» < λατ. latec… … Dictionary of Greek
νεποτισμός — Όρος ο οποίος αρχικά υποδηλωνε την τάση των Ρωμαίων ποντιφήκων, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης, να παραχωρούν εύνοιες στους συγγενείς τους και ιδίως στους ανιψιούς τους (λατινικά nepos=ανιψιός). Αυτό γινόταν ήδη από τους… … Dictionary of Greek
Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek