-
1 ἀξιο-σπούδαστος
ἀξιο-σπούδαστος, des Eifers u. der Anstrengungwerth, Xen. Lac. 10, 3; Plut. ed. lib. 8.
-
2 ἀξιοσπούδαστος
ἀξιο-σπούδαστος, ον,A worthy of zealous endeavours, X.Lac.10.3 ([comp] Comp.), Plu. 2.5d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοσπούδαστος
-
3 ἀξιοσπούδαστος
ἀξιο-σπούδαστος, des Eifers u. der Anstrengungwert -
4 αξιοσπουδαστος
См. также в других словарях:
φιλοσπούδαστος — ον, Α αυτός με τον οποίο ασχολείται κανείς με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδαστός (< σπουδάζω), πρβλ. ἀξιο σπούδαστος] … Dictionary of Greek