-
1 ἀξιο-σπούδαστος
ἀξιο-σπούδαστος, des Eifers u. der Anstrengungwerth, Xen. Lac. 10, 3; Plut. ed. lib. 8.
-
2 ἀξιοσπούδαστος
ἀξιο-σπούδαστος, des Eifers u. der Anstrengungwert
См. также в других словарях:
φιλοσπούδαστος — ον, Α αυτός με τον οποίο ασχολείται κανείς με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδαστός (< σπουδάζω), πρβλ. ἀξιο σπούδαστος] … Dictionary of Greek