-
1 αξιοσπουδαστος
См. также в других словарях:
φιλοσπούδαστος — ον, Α αυτός με τον οποίο ασχολείται κανείς με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδαστός (< σπουδάζω), πρβλ. ἀξιο σπούδαστος] … Dictionary of Greek
1 αξιοσπουδαστος
φιλοσπούδαστος — ον, Α αυτός με τον οποίο ασχολείται κανείς με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδαστός (< σπουδάζω), πρβλ. ἀξιο σπούδαστος] … Dictionary of Greek