-
1 ἀξιοσπούδαστος
ἀξιο-σπούδαστος, ον,A worthy of zealous endeavours, X.Lac.10.3 ([comp] Comp.), Plu. 2.5d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοσπούδαστος
См. также в других словарях:
φιλοσπούδαστος — ον, Α αυτός με τον οποίο ασχολείται κανείς με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδαστός (< σπουδάζω), πρβλ. ἀξιο σπούδαστος] … Dictionary of Greek