-
1 Επαφροδιτος
- ου ὅ Эпафродит1) вольноотпущенник, грамматик в Риме времен Нерона и Нервы, автор не дошедших до нас комментариев к Гомеру, Гесиоду и др.2) приближенный Нерона, его рабом был философ Эпиктет -
2 Επαφρόδιτος
-
3 Ἐπαφρόδιτος
-
4 επαφρόδιτος
-
5 ἐπαφρόδιτος
-
6 επαφροδιτος
21) внушающий любовь, милый, прелестный(Ῥοδῶπις Her.; ἔπη καὴ ἔργα Xen.; ἄνθρωπος Aeschin.)
2) любимый Афродитой, т.е. счастливый (соотв. лат. Felix - прозвище, принятое Суллой) Plut. -
7 Ἐπαφρόδιτος
Ἐπαφρόδιτος, ου, ὁ (very common, also in ins and pap; s. also Schürer I 48, 9) Epaphroditus, messenger sent by the Phil. church to Paul Phil 2:25; 4:18; subscr.—RHarris, Ep., Scribe and Courier: Exp., 5th ser., 8, 1898, 101–10.—LGPN I. M-M. -
8 Ἐπαφρόδιτος
{собств., 2}Епафродит (прелестный, очаровательный).Сотрудник ап. Павла в его путешествиях (Флп. 2:25; 4:18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἐπαφρόδιτος
-
9 Επαφρόδιτος
{собств., 2}Епафродит (прелестный, очаровательный).Сотрудник ап. Павла в его путешествиях (Флп. 2:25; 4:18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Επαφρόδιτος
-
10 ἐπαφρόδῑτος
ἐπ-αφρόδῑτος, liebreizend, liebenswürdig, anmutig; von einer Frau; Sulla nannte sich griechisch ἐπαφρόδιτος, felix, von der Aphrodite begünstigt -
11 επαφρόδιτος
ος, ον 1. милый, прелестный; очаровательный, обаятельный;2. (τό) прелесть, очарование, обаяние -
12 Ἐπαφρόδιτος
Епафродит (букв. Прелестный, Очаровательный).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἐπαφρόδιτος
-
13 ἐπαφρόδιτος
A lovely, fascinating, charming, of persons, Hdt.2.135, Aeschin.2.42; of things,ἔπη καὶ ἔργα X.Smp.8.15
([comp] Comp., codd.);ποίησις Isoc.10.65
: [comp] Sup.- ότατος X.Hier.1.35
. Adv.-τως, γράφειν D.H.Lys.11
, cf. Alciphr.2.1, Philostr. VA6.3.II used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i.e. fortune's favourite (metaph. from the dice), Plu.Sull.34, App.BC1.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαφρόδιτος
-
14 επαφροδίτως
ἐπαφροδί̱τως, ἐπαφρόδιτοςlovely: adverbialἐπαφροδί̱τως, ἐπαφρόδιτοςlovely: masc /fem acc pl (doric) -
15 ἐπαφροδίτως
ἐπαφροδί̱τως, ἐπαφρόδιτοςlovely: adverbialἐπαφροδί̱τως, ἐπαφρόδιτοςlovely: masc /fem acc pl (doric) -
16 επαφρόδιτον
ἐπαφρόδῑτον, ἐπαφρόδιτοςlovely: masc /fem acc sgἐπαφρόδῑτον, ἐπαφρόδιτοςlovely: neut nom /voc /acc sg -
17 ἐπαφρόδιτον
ἐπαφρόδῑτον, ἐπαφρόδιτοςlovely: masc /fem acc sgἐπαφρόδῑτον, ἐπαφρόδιτοςlovely: neut nom /voc /acc sg -
18 ἐπ-αφρόδῑτος
ἐπ-αφρόδῑτος, liebreizend, liebenswürdig, anmuthig; von einer Frau, Her. 2, 135; ἄνϑρωπ ος ἡδὺς καὶ ἐπ. Aesch. 2, 42; φιλία ἐπαφροδιτοτέρα Xen. Conv. 8, 15; Sulla nannte sich griechisch ἐπαφρόδιτος, felix, von der Aphrodite begünstigt, Plut. Sull. 34; App. B. C. 1, 97. – Adv., γράφειν ἡδέως καὶ ἐπαφροδίτως D. Hal. Lys. 11; ὑποδέχεσϑαι τινα Alciphr. 2, 1; a. Sp.
-
19 ανεπαφροδιτος
-
20 Επαφροδίτοις
См. также в других словарях:
Ἐπαφρόδιτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαφρόδιτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο απόστολος. Ήταν βοηθός του αποστόλου Παύλου στα κηρύγματά του. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Δεκεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες 12 εν Βιζύη». 3. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους… … Dictionary of Greek
ἐπαφρόδιτος — ἐπαφρόδῑτος , ἐπαφρόδιτος lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Епафродит — (Έπαφρόδιτος любезный, приятный) апостол из числа семидесяти. Апостол Павел называет его братом и искренним сотрудником и сподвижником своим. Когда апостол Павел находился в узах в Риме, Епафродит был послан от церкви филиппийской с пособием для… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἐπαφροδίτοις — Ἐπαφρόδιτος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαφροδίτου — Ἐπαφρόδιτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαφροδίτους — Ἐπαφρόδιτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαφροδίτως — Ἐπαφρόδιτος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαφροδίτῳ — Ἐπαφρόδιτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαφρόδιτε — Ἐπαφρόδιτος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπαφρόδιτοι — Ἐπαφρόδιτος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)