-
1 ανεπαφρόδιτος
-
2 ἀνεπαφρόδιτος
-
3 ανεπαφροδιτος
-
4 ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαφρό-δῑτος, ον,A = ἀναφρόδιτος, X.Smp.8.15, Com.Adesp.123, Alciphr.3.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπαφρόδιτος
-
5 ἀνεπαφρόδῑτος
-
6 ανεπαφροδιτοτέρα
ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ, ἀνεπαφρόδιτοςfem nom /voc /acc comp dualἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ, ἀνεπαφρόδιτοςfem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
7 ἀνεπαφροδιτοτέρα
ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ, ἀνεπαφρόδιτοςfem nom /voc /acc comp dualἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ, ἀνεπαφρόδιτοςfem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
8 ανεπαφρόδιτον
ἀνεπαφρόδῑτον, ἀνεπαφρόδιτοςmasc /fem acc sgἀνεπαφρόδῑτον, ἀνεπαφρόδιτοςneut nom /voc /acc sg -
9 ἀνεπαφρόδιτον
ἀνεπαφρόδῑτον, ἀνεπαφρόδιτοςmasc /fem acc sgἀνεπαφρόδῑτον, ἀνεπαφρόδιτοςneut nom /voc /acc sg -
10 ανεπαφροδίτους
-
11 ἀνεπαφροδίτους
-
12 ανεπαφροδίτων
-
13 ἀνεπαφροδίτων
-
14 ανεπαφρόδιτα
-
15 ἀνεπαφρόδιτα
-
16 ανεπαφρόδιτοι
-
17 ἀνεπαφρόδιτοι
См. также в других словарях:
ανεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδιτος, ον (Α) [επαφρόδιτος] ο αναφρόδιτος* … Dictionary of Greek
ἀνεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδῑτος , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδιτοτέρα — ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ , ἀνεπαφρόδιτος fem nom/voc/acc comp dual ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ , ἀνεπαφρόδιτος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτον — ἀνεπαφρόδῑτον , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem acc sg ἀνεπαφρόδῑτον , ἀνεπαφρόδιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδίτους — ἀνεπαφροδί̱τους , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδίτων — ἀνεπαφροδί̱των , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτα — ἀνεπαφρόδῑτα , ἀνεπαφρόδιτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτοι — ἀνεπαφρόδῑτοι , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)