-
1 κλίτος
-
2 κλιτος
-
3 κλίτος
κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc sg -
4 κλίτος
κλίτος οнеф – продольная часть христианского храма (типа «базилика»), обычно расчлененного колоннадой или аркадой на главный, более широкий и высокий неф, и боковые нефы (по одному или более):Этим.< дргр. κλιτύς «скат, склон, холм». Слово «неф» из французского языка и происходит от лат. navis «корабль» (базилика по своей форме напоминает корабль) -
5 κλίτος
-
6 κλῖτος
-
7 κλίτος
κλίτος, τό, die Abschüssigkeit -
8 κλιτός
η, ό[ν]1) грам, склоняемый; спрягаемый; 2) согнутый, согбенный -
9 κλίτος
-ους τό N 3 38-2-5-2-0=47 Ex 25,12(ter).14.18side Ex 26,18Cf. DORIVAL 1994, 556; HARL 1987=1992a 119(Ex 25,12); LE BOULLUEC 1989 255-256. 276-278;WEVERS 1990, 397 -
10 κλίτος
la nau -
11 δύς-κλιτος
δύς-κλιτος, schwer zu decliniren, E. M.
-
12 δευτερό-κλιτος
δευτερό-κλιτος, von der 2. Deklination, Gramm.
-
13 μονό-κλιτος
μονό-κλιτος, mit einer Beugung, Deklination, Hdn. Epim. 191.
-
14 ἀ-πρός-κλιτος
ἀ-πρός-κλιτος, dasselbe, Suid.
-
15 ἀπό-κλιτος
ἀπό-κλιτος, abwärts geneigt, ὴμέρα, der sich neigende Tag, Plut. qu. Rom. 38.
-
16 ἀ-παρ-έγ-κλιτος
ἀ-παρ-έγ-κλιτος, unbiegsam, unveränderlich, Suid.; Nicom. arithm. 1, 23.
-
17 ἀν-έγ-κλιτος
ἀν-έγ-κλιτος, nicht nachgebend, Plut. Per. 15, v. l für vor.
-
18 ἀν-έκ-κλιτος
ἀν-έκ-κλιτος, unausweichbar, Schol. Il. 2, 797.
-
19 ὁμό-κλιτος
ὁμό-κλιτος, zusammen gelagert, zusammen wohnend, Opp. Hal. 4, 352, v. l. ὁμόκτιτος.
-
20 ἄ-κλιτος
ἄ-κλιτος, 1) unbeweglich, unerbittlich, v. l. Theocr. 27, 16, für ἄλλυτον λίνον. – 2) indeclinabel, Gramm.
См. также в других словарях:
κλίτος — cliff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
κλίτος — το ους 1. κατωφέρεια, κατηφοριά. 2. καθεμιά από τις τρεις ή πέντε κατά μήκος διαιρέσεις των χριστιανικών ναών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίτει — κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλίτεϊ , κλίτος cliff neut dat sg (epic ionic) κλίτος cliff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτη — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτῶν — κλίτος cliff neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεα — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσι — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσιν — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)