-
1 ανώμαλος
1) anormalny przym.2) nienormalny przym.3) nieporządny przym.4) nieprawidłowy przym.5) nieregularny przym.6) nierówny przym.
См. также в других словарях:
ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
ανώμαλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο. 2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη. 3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… … Dictionary of Greek
πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek