-
21 anomalous
ανώμαλος -
22 anormalny
ανώμαλος -
23 nienormalny
ανώμαλος -
24 nieprawidłowy
ανώμαλος -
25 nieregularny
ανώμαλος -
26 неровный
неровн||ыйприл1. ἀνώμαλος, ἄνισος / τραχύς (шероховатый):\неровныйая местность τό ἀνώμαλο ἐδαφος·2. перен ἀστατος, ἀσταθής, ἄτακτος, ἀνώμαλος:\неровныйый характер ὁ ἀσταθής χαρακτήρας· \неровныйый пульс ὁ ἀνώμαλος σφυγμός· \неровныйый стиль τό ἄνισο ὕφος. -
27 ανωμαλης
-
28 неправильный
неправильный ανώμαλος* λαθεμένος, εσφαλμένος (ошибочный)' ανακριβής (неточный)* * * -
29 неровный
-
30 ненормальный
ненормальн||ыйприл1. ἀντικανονικός, ἀνώμαλος, ἐκρυθμος·2. (о человеке) ἀνισόρροπος, ἀνώμαλος. -
31 ανωμάλως
ἀνομαλόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνώμαλοςuneven: adverbialἀνώμαλοςuneven: masc /fem acc pl (doric) -
32 ἀνωμάλως
ἀνομαλόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνώμαλοςuneven: adverbialἀνώμαλοςuneven: masc /fem acc pl (doric) -
33 ανώμαλον
-
34 ἀνώμαλον
-
35 irregular
[i'reɡjulə]1) (not happening etc regularly: His attendance at classes was irregular.) ακανόνιστος2) (not formed smoothly or evenly: irregular handwriting.) ανώμαλος3) (contrary to rules.) αντικανονικός4) ((in grammar) not formed etc in the normal way: irregular verbs.) ανώμαλος•- irregularity -
36 пересечённый
επ. από μτχ.διακοφτός, ανώμαλος•-ая местность ανώμαλος τόπος.
-
37 anomalos
anōmalos (-us), on (um) (ἀνώμαλος), als gramm. t.t., der Form nach mit der Regel nicht übereinstimmend, unregelmäßig, anomal, Diom. 327, 1 u.a. spät. Gramm.
-
38 ἀν-ομαλίζω
ἀν-ομαλίζω, ausgleichen, ἀνωμαλίσϑαι Arist. rhet. 3, 11. Vgl. ἀνώμαλος.
-
39 ănōmălŏs
ănōmălŏs, ŏn (ănōmălus, a, um) Diom. inégal, irrégulier. - [gr]gr. ἀνώμαλος. -
40 ненормально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненормально
См. также в других словарях:
ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
ανώμαλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο. 2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη. 3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… … Dictionary of Greek
πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek