-
1 ανέγκλητος
-
2 ἀνέγκλητος
-
3 ανεγκλητος
-
4 ἀνέγκλητος
ἀνέγκλητος, ον (s. ἀνεγκλησία; Pla., X. et al.; Epict. 1, 28, 10; SIG 911, 25 [III/II B.C.]; 556d, 5 [207/6 B.C.]; Socratics 31, 26 p. 298 Malherbe; pap; 3 Macc 5:31; Jos., Ant. 10, 281; 17, 289; Just., D. 35, 8) blameless, irreproachable of Christians gener. ὸ̔ς βεβαιώσει ὑμᾶς ἀ. ἐν τ. ἡμέρᾳ τ. κυρίου who will establish you as blameless in the day of the Lord=so that you will be bl. when it comes 1 Cor 1:8; w. ἅγιος and ἄμωμος Col 1:22. Of Christian leaders 1 Ti 3:10; Tit 1:6f.—M-M. TW. -
5 ἀνέγκλητος
{прил., 5}безукоризненный, безупречный, неповинный, непорочный.Синонимы: 273 ( ἄμεμπτος), 299 ( ἄμωμος), 423 ( ἀνεπίληπτος).Ссылки: 1Кор. 1:8; Кол. 1:22; 1Тим. 3:10; Тит. 1:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνέγκλητος
-
6 ανέγκλητος
{прил., 5}безукоризненный, безупречный, неповинный, непорочный.Синонимы: 273 ( ἄμεμπτος), 299 ( ἄμωμος), 423 ( ἀνεπίληπτος).Ссылки: 1Кор. 1:8; Кол. 1:22; 1Тим. 3:10; Тит. 1:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανέγκλητος
-
7 ανέγκλητος
ος, ον1) юр. ненаказуемый; невиновный; 2) безупречный -
8 ἀνέγκλητος
безукоризненный, безупречный, неповинный, непорочный; син. (ἄμεμπτος), (ἄμωμος), (ἀνεπίληπτος).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνέγκλητος
-
9 ἀνέγκλητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνέγκλητος
-
10 ἀνέγκλητος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 5,31blameless, without reproach, innocent→TWNT -
11 ἀνέγκλητος
ἀνέγκλη-τος, ον,A without reproach, blameless, X.HG6.1.13, D.Ep.2.14;διαφυλάττειν τοὺς πολίτας ἀ. Arist.Rh. 1360a16
;ἀ. ἑαυτὸν παρέχειν IG22.1271
, cf. CIG2270.7 ([place name] Delos). Adv.- τως D.17.2
, SIG436. 6 (Delph., iii B. C.), PIand.33.14 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέγκλητος
-
12 ἀνέγκλητος
ἀν-έγ-κλητος, nicht beschuldigt, unbescholten -
13 ανεγκλήτως
ἀνέγκλητοςwithout reproach: adverbialἀνέγκλητοςwithout reproach: masc /fem acc pl (doric) -
14 ἀνεγκλήτως
ἀνέγκλητοςwithout reproach: adverbialἀνέγκλητοςwithout reproach: masc /fem acc pl (doric) -
15 ανέγκλητον
ἀνέγκλητοςwithout reproach: masc /fem acc sgἀνέγκλητοςwithout reproach: neut nom /voc /acc sg -
16 ἀνέγκλητον
ἀνέγκλητοςwithout reproach: masc /fem acc sgἀνέγκλητοςwithout reproach: neut nom /voc /acc sg -
17 ἀ-λοιδόρητος
ἀ-λοιδόρητος, ungeschmäht, Plut. amat. 13; ohne Vorwurf, neben ἀνέγκλητος, de util. ex host. cop. p. 276. – Activ. nicht schmähend, Soph. frg. 66 bei Plut.
-
18 αλοιδορητος
-
19 ἄμεμπτος
безукоризненный, безупречный, непорочный, без недостатка; син. ἄμωμος, ἀνέγκλητος, ἀνεπίληπτος; LXX: (תָּם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄμεμπτος
-
20 ἄμωμος
непорочный, без порока или пятна, без недостатка, без изъяна; син. ἄμεμπτος, ἀνέγκλητος, ἀνεπίληπτος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄμωμος
См. также в других словарях:
ἀνέγκλητος — without reproach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέγκλητος — η, ο (AM ἀνέγκλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος νεοελλ. (για πράξη) μη αξιόποινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»] … Dictionary of Greek
ἀνεγκλήτως — ἀνέγκλητος without reproach adverbial ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητον — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc sg ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτοις — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτου — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτους — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτων — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτῳ — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητα — ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητοι — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)