Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνέγκλητος

См. также в других словарях:

  • ἀνέγκλητος — without reproach masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέγκλητος — η, ο (AM ἀνέγκλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος νεοελλ. (για πράξη) μη αξιόποινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνεγκλήτως — ἀνέγκλητος without reproach adverbial ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέγκλητον — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc sg ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκλήτοις — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκλήτου — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκλήτους — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκλήτων — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκλήτῳ — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέγκλητα — ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέγκλητοι — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»