-
1 αλοιδόρητος
-
2 ἀλοιδόρητος
-
3 αλοιδορητος
-
4 αλοιδόρητος
ος, ον непоруганный, не отданный на поругание -
5 ἀλοιδόρητος
ἀλοιδόρ-ητος, ον,A unreviled, Plu.2.757a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλοιδόρητος
-
6 ἀλοιδόρητος
ἀ-λοιδόρητος, ungeschmäht; ohne Vorwurf; act. nicht schmähend -
7 αλοιδορήτως
-
8 ἀλοιδορήτως
-
9 αλοιδόρητον
-
10 ἀλοιδόρητον
-
11 αλοιδορήτου
-
12 ἀλοιδορήτου
-
13 αλοιδορήτων
-
14 ἀλοιδορήτων
-
15 αλοιδόρητα
-
16 ἀλοιδόρητα
-
17 αλοιδόρητοι
-
18 ἀλοιδόρητοι
-
19 ἄστοβος
ἄστοβος, ον,A = ἀλοιδόρητος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστοβος
См. также в других словарях:
ἀλοιδόρητος — unreviled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιδόρητος — η, ο (Α ἀλοιδόρητος, ον) [λοιδορῶ] αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε αρχ. 1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει 2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος … Dictionary of Greek
αλοιδόρητος — η, ο αυτός που δε λοιδορήθηκε, δε βρίστηκε: Δεν άφηνε κανέναν αλοιδόρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλοιδορήτως — ἀλοιδόρητος unreviled adverbial ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδόρητον — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc sg ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδορήτου — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδορήτων — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδόρητα — ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδόρητοι — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԹՇՆԱՄԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Ազատ ʼի թշնամանաց, կամ ʼի լուտանաց. ἁλοιδόρητος անպարսաւ. անստգտանելի. *Որ զանթշնամանելին թշնամանէ, մխիթարութիւն ոչ կարէ գտանել ախտին. Բրս. բարկ.: *Եւ այսպէս եղիցի անթշնամանելի. Պտմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)