Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνεπίληπτος

См. также в других словарях:

  • ἀνεπίληπτος — not open to attack masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίληπτος — η, ο (Α ἀνεπίληπτος, ον) μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»] …   Dictionary of Greek

  • ανεπίληπτος — η, ο άψογος, άμεμπτος: Η συμπεριφορά του ήταν πάντα ανεπίληπτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπιληπτότερον — ἀνεπίληπτος not open to attack adverbial comp ἀνεπίληπτος not open to attack masc acc comp sg ἀνεπίληπτος not open to attack neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιλήπτως — ἀνεπίληπτος not open to attack adverbial ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίληπτον — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem acc sg ἀνεπίληπτος not open to attack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιλήπτοις — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιλήπτου — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιλήπτους — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιλήπτων — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιλήπτῳ — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»