-
1 ανεπίληπτος
-
2 ἀνεπίληπτος
-
3 ανεπιληπτος
21) неуязвимый для нападок(τοῖς ἐχθροῖς Thuc.)
ὦδ΄ ἔσται ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. — правильнее будет сказать вот как2) безупречный, непорочный(βίος Eur., Xen., Plut.)
-
4 ἀνεπίληπτος
{прил., 3}безупречный, непорочный, безукоризненный, неуязвимый для нападок.Синонимы: 273 ( ἄμεμπτος), 299 ( ἄμωμος), 410 ( ἀνέγκλητος).Ссылки: 1Тим. 3:2; 5:7; 6:14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνεπίληπτος
-
5 ανεπίληπτος
{прил., 3}безупречный, непорочный, безукоризненный, неуязвимый для нападок.Синонимы: 273 ( ἄμεμπτος), 299 ( ἄμωμος), 410 ( ἀνέγκλητος).Ссылки: 1Тим. 3:2; 5:7; 6:14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανεπίληπτος
-
6 ανεπίληπτος
ος, ον безукоризненный, безупречный -
7 ἀνεπίληπτος
безупречный, непорочный, безукоризненный, неуязвимый для нападок; син. (ἄμεμπτος), (ἄμωμος), (ἀνέγκλητος).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνεπίληπτος
-
8 ἀνεπίληπτος
ἀνεπί-ληπτος, ον,A not open to attack,τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17
; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or. 922, X.Cyr.1.2.15; perfect,τέχνη Ph.1.15
; less open to criticism,Pl.
Phlb. 43c;ἐξουσία ἀ.
not subject to control,D.H.
2.14; unassailable, not subject to cancellation,συγγραφαί PTaur.1.7.15
. Adv.- τως X.An.7.6.37
, Ph.2.2,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίληπτος
-
9 ἀνεπίληπτος
ἀν-επί-ληπτος, dem nicht beizukommen ist, tadellos -
10 ανεπιληπτότερον
ἀνεπίληπτοςnot open to attack: adverbial compἀνεπίληπτοςnot open to attack: masc acc comp sgἀνεπίληπτοςnot open to attack: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ἀνεπιληπτότερον
ἀνεπίληπτοςnot open to attack: adverbial compἀνεπίληπτοςnot open to attack: masc acc comp sgἀνεπίληπτοςnot open to attack: neut nom /voc /acc comp sg -
12 ανεπιλημπτος
-
13 ανεπιλήπτως
ἀνεπίληπτοςnot open to attack: adverbialἀνεπίληπτοςnot open to attack: masc /fem acc pl (doric) -
14 ἀνεπιλήπτως
ἀνεπίληπτοςnot open to attack: adverbialἀνεπίληπτοςnot open to attack: masc /fem acc pl (doric) -
15 ανεπίληπτον
ἀνεπίληπτοςnot open to attack: masc /fem acc sgἀνεπίληπτοςnot open to attack: neut nom /voc /acc sg -
16 ἀνεπίληπτον
ἀνεπίληπτοςnot open to attack: masc /fem acc sgἀνεπίληπτοςnot open to attack: neut nom /voc /acc sg -
17 ἀν-επί-κλητος
ἀν-επί-κλητος, untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v. l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. - ήτως, Thuc. 1, 92.
-
18 ανεπίκριτος
η, ο [ος, ον ]1) нераскритикованный; неосуждённый; 2) см. ανεπίληπτος -
19 ἄμεμπτος
безукоризненный, безупречный, непорочный, без недостатка; син. ἄμωμος, ἀνέγκλητος, ἀνεπίληπτος; LXX: (תָּם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄμεμπτος
-
20 ἄμωμος
непорочный, без порока или пятна, без недостатка, без изъяна; син. ἄμεμπτος, ἀνέγκλητος, ἀνεπίληπτος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄμωμος
См. также в других словарях:
ἀνεπίληπτος — not open to attack masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίληπτος — η, ο (Α ἀνεπίληπτος, ον) μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»] … Dictionary of Greek
ανεπίληπτος — η, ο άψογος, άμεμπτος: Η συμπεριφορά του ήταν πάντα ανεπίληπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπιληπτότερον — ἀνεπίληπτος not open to attack adverbial comp ἀνεπίληπτος not open to attack masc acc comp sg ἀνεπίληπτος not open to attack neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιλήπτως — ἀνεπίληπτος not open to attack adverbial ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίληπτον — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem acc sg ἀνεπίληπτος not open to attack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιλήπτοις — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιλήπτου — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιλήπτους — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιλήπτων — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιλήπτῳ — ἀνεπίληπτος not open to attack masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)