Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀν-έγκλητος

См. также в других словарях:

  • έγκλητος — ἔγκλητος, ον (AM) εκείνος εναντίον τού οποίου έχει υποβληθεί μήνυση μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκλητος 1. έφεση 2. καταγγελία 3. κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • ἔγκλητος — liable to a charge masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλήτως — ἔγκλητος liable to a charge adverbial ἔγκλητος liable to a charge masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκλητον — ἔγκλητος liable to a charge masc/fem acc sg ἔγκλητος liable to a charge neut nom/voc/acc sg ἐγκλάω thwart pres imperat act 2nd dual ἐγκλάω thwart pres ind act 3rd dual ἐγκλάω thwart pres ind act 2nd dual ἐγκλάω thwart imperf ind act 2nd dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκλητα — ἔγκλητος liable to a charge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκλητοι — ἔγκλητος liable to a charge masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανέγκλητος — ον, Α (για τον Άρειο) αυτός που όλοι τόν κατηγορούν, που από όλους δέχεται κατηγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έγκλητος (< ἐγκαλῶ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»), πρβλ. αν έγκλητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»