Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνωφέλες

См. также в других словарях:

  • ἀνωφελές — ἀνωφελής unprofitable masc/fem voc sg ἀνωφελής unprofitable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώφελες — ἀνά ὀφείλω IG aor ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRIDIANAE Dapes — in sacris Conviviis vetitae, Exodi c. 12. v. 10. ubi de Convivio Paschali, Ne relinquite quidquam ex ea, (i. e. ex Agni carne) usque ad matutinum tempus, sed si quid reliquum erit, comburite. Quod ad alia quoque Convivia sacra extensum. Sic de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… …   Dictionary of Greek

  • δανάη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μοναχοκόρη του Ακρισίου, μυθικού βασιλιά του Άργους, ο οποίος την κρατούσε κλεισμένη σε ένα μπρούτζινο δωμάτιο, μακριά από τους ανθρώπους, γιατί ένας χρησμός τον είχε προειδοποιήσει ότι θα τον σκότωνε ένας γιος της. Οι… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • συγχέω — ΝΜΑ 1. εκλαμβάνω κάτι αντί άλλου, δεν έχω σαφή αντίληψη τών γνωρισμάτων κάποιου, μπερδεύω (α. «μην συγχέεις τα πράγματα» β. «ταὐτὰ πάλιν γράμματα συγχεῑς», Ευρ.) 2. (σχετικά με τον νου) προκαλώ σύγχυση, επιφέρω ταραχή, διαταράσσω («μή μοι σύγχει… …   Dictionary of Greek

  • χαμένος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει χαθεί (α. «χαμένη βαλίτσα» β. «χαμένη υπόθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχασε χρήματα σε χαρτοπαίγνιο ή σε επιχείρηση 3. μτφ. ανόητος, ευήθης 4. υβριστική έκφραση («τί θες βρε χαμένε και συνεχώς μέ… …   Dictionary of Greek

  • Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՇԱՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0213 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 11c գ. τὸ ἁνωφελές, ἁκερδές, ἁνότητον, ἁχρηστία inutilitas, res lucro carens Անպիտանութիւն. չունելն զշահ կամ զօգուտ. ... *Արհամարհութիւն լինէր առաջին պատուիրանին վասն նորին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»