Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνωδύνως

См. также в других словарях:

  • ἀνωδύνως — ἀνώδυνος free from pain adverbial ἀνώδυνος free from pain masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»