-
1 παυσ-ώδυνος
παυσ-ώδυνος, schmerzstillend, Schol. Soph. Phil. 44.
-
2 περι-ώδυνος
περι-ώδυνος, großen Schmerz verursachend, sehr schmerzend, schmerzhaft; Aesch. Ag. 1423; Her. 1, 31; τύχη, Plat. Legg. IX, 873 c; Sp. Bei Dem. 54, 12 = großen Schmerz leidend. Vgl. über περιόδυνος Lob. Phryn. 712.
-
3 παν-ώδυνος
παν-ώδυνος, ganz od. sehr schmerzhaft, Sp.
-
4 πολυ-ώδυνος
πολυ-ώδυνος, sehr schmerzhaft, großen Schmerz verursachend, λαμπὰς ἔρωτος, Marian. Schol. 1 ( Plan. 201). – Häufiger pass., großen Schmerz leidend; Philoktet, Glauc. 5 ( Plan. 111); Pallad. 38 (XI, 386).
-
5 κατ-ώδυνος
κατ-ώδυνος, große Schmerzen habend, LXX, v. l. κατόδυνος, vgl. Lob. zu Phryn. 712.
-
6 βαρυ-ώδυνος
βαρυ-ώδυνος, schwere Schmerzen erduldend, Nonn. D. 47, 163.
-
7 μεγαλ-ώδυνος
μεγαλ-ώδυνος, Erkl. von ἐριώδυνος, Hesych.
-
8 δι-ώδυνος
-
9 ἀκεσ-ώδυνος
ἀκεσ-ώδυνος, Schmerz stillend, Hippocr.; ὕδωρ Ep. ad. (IX. 815).
-
10 ἀν-ώδυνος
ἀν-ώδυνος ( ὀδυνή), schmerzlos, keine Schmerzen habend, Soph. Phil. 883; τὸ ἀνώδυνον, Unempfindlichkeit gegen Schmerzen, Plut. cons. ad Apoll. p. 318; keine Schmerzen verursachend, φάρμακα Medic.; Plut. Ant. 71; Schmerz stillend, Symp. 1, 1, 4; adv. ἀνωδύνως Cic. 2 τεχϑῆναι, wo man ἀνωδίνως hat lesen wollen.
-
11 ἐπ-ώδυνος
-
12 ἐρι-ώδυνος
ἐρι-ώδυνος, sehr schmerzhaft, Hesych.
-
13 ὑπερ-ώδυνος
ὑπερ-ώδυνος, = ὑπερόδυνος, Suid.
-
14 ἀν-
ἀν-, Praefixum, latein. in-, deutsch un-, vgl. ἀνά u. ἄνευ, hebt den Begriff des Wortes, vor welches es gesetzt wird, auf, od. schwächt ihn so, daß ein Tadel darin liegt, wie ἀπρόσωπος, mit häßlichem Gesicht. Vollständig vor Wörtern, die mit einem Vokal anfangen, wie ἀν-αίτιος, αν-εύϑυνος, ἀν-ήνιος, ἀν-ίερος, ἀν-όμοιος, ἄν-υλος, ἀν-ώδυνος, un schuldig, un verantwortlich, zügel los, un heilig, un ähnlich, wald los, schmerzlos. Vor Consonanten fällt ν fort, z. B. ἀ-ϑάνατος. unsterblich; dahin gehören auch die Wörter, welche das Digamma oder irgend einen anderen später abgefallenen consonantischen Anlaut hatten; vgl. z. B. ἄιστος, ἄοινος; weil aber mehrere consonantische Anlaute, zu denen auch das Digamma gehört, nach Belieben bald gesprochen wurden, bald nicht, so findet sich z. B. neben ἄοπλος auch ἄνοπλος, neben ἄουτος ἀνούτατος, u. mehrere Wörter wurden sogar contrahirt, ἀέκων ἄκων, ἀεργός ἀργός, ἀεικία αἰκία, Ἀίδης Αιδης. In ἀμφασίη erscheint ἀν- vor einem Consonanten, des Wohllauts u. des Metrums halber; in ἀννέφελος ist das ν von νεφ- des Metrums halber verdoppelt. In einigen Formen lautet das Präfixum ἀνα, Iliad. 9, 146. 288. 13, 366 ἀνάεδνον, Hesiod. Th. 660 ἀνάελπτα; man will ἀνέεδνον u. ἀνέελπτα ändern, allein nach Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 366 las Aristarch ἀνάεδνον, woraus wenigstens folgt, daß dies die am besten verbürgte, wenn nicht die einzige in Frage kommende Lesart war; ἀνάπνευστος = ἄπνευστος Hesiod. Th. 797 ist zweifelhaft, u. bei ἀνάγνωστος = ἄγνωστος kann ein Mißverständniß obwalten. – Vgl. Buttmann Lexil. 1, 274 Lobeck Phryn. 728.
-
15 ακεσωδυνος
-
16 ανωδυνος
-
17 διωδυνος
-
18 επωδυνος
-
19 νωδυνος
-
20 περιωδυνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατώδυνος — κατώδυνος, ον (ΑΜ) λυπηρός, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια, θλιμμένος, λυπημένος. επίρρ... κατωδύνως (Μ) με μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, επ ώδυνος. Το ω λόγω εκτάσεως… … Dictionary of Greek
νώδυνος — νώδυνος, ον (Α) 1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, περι ώδυνος. Το ω του τ.… … Dictionary of Greek
καμψόδυνος — καμψόδυνος, ον (Α) αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ τού κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β συνθετικό … Dictionary of Greek
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek
περιώδυνος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο 2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο. επίρρ... περιωδύνως με πολύ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αν ώδυνος)] … Dictionary of Greek
πολυώδυνος — η, ο / πολυώδυνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που προκαλεί πολλές οδύνες, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που υποφέρει από μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. περι ώδυνος)] … Dictionary of Greek
υπερώδυνος — ον, Α πάρα πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπώδυνος — ον, Α λίγο οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. περι ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ακεσώδυνος — ἀκεσώδυνος, ον (Α) αυτός που καταπραΰνει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + ώδυνος < ὀδυνη] … Dictionary of Greek
βαρυώδυνος — βαρυώδυνος, ον (Α) 1. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, μεγάλο πόνο 2. εκείνος που προκαλεί μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ωδυνος < οδύνη] … Dictionary of Greek
καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek