-
1 οιδήματα
-
2 οἰδήματα
-
3 οἶδνον
οἶδνον, τό, = ὕδνον, Theophr.; Suid. erkl. οἰδήματά τινα γῆς.
-
4 мешок
-шка α.1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•
таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•
вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.
2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.
4. κάλυκας λουλουδιού.εκφρ.золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•- и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι. -
5 тень
-и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.1. σκιά, ίσκιος•на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.
2. σκοτεινό μέρος εικόνας•контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.
|| η ριχνόμενη σκιά•-человека η σκιά του ανθρώπου•
тень башни η σκιά του πύργου.
|| έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•тень прошлого σκιά παρελθόντος•
тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•
ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.
4. σιλουέτα, φιγούρα.5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).εκφρ.ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.|| είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια. -
6 πρόσφατος
πρόσφᾰτος, ον,A fresh, not decomposed, of a corpse miraculously preserved,νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ π. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Il.24.757
; νεκρὸς π. Hdt.2.89, 121.έ; τροφὴ ἔτι π. (sc. before digestion begins) Arist.PA 675b32; [ζῷα] τὰ πεπωκότα πόμα π. which have taken a recent drink, Id.HA 520b31;πορφύρας.. πρόσφατον τὸ ἄνθος ἔτι φυλαττούσης Plu.Alex.36
; of fish, Antiph.218.1, Men.462.4, PMich.Zen.72.8 (iii B.C.);ἐχῖνοι Posidipp.14
; of poultry, Gal.Vict.Att.8; [ κρέα] Hp.Acut. (Sp.) 49, cf. Sor.2.15, al.; ; ζῷα π., opp. salted, D.S.3.31, cf. Gal.6.728;ἄλφιτα καὶ ἄλητα Hp. Vict.2.44
, gloss on ποταίνια in Acut.37; καρποί, ἔλαιον, Arist.Pr. 926a30, 927a29; ῥίζαι [σιλφίου] Thphr.HP6.3.5; , Sor. 1.51;φῦκος Agatharch.35
;νάρδος Dsc.1.7
;χιών Plb.3.55.1
;παγάν Pi.P.4.299
(unless πρόσφατον ξενωθείς = recently entertained); ὕδωρ newly-drawn well-water, Plu.2.690c;ποτόν Porph.Marc.4
; αἷμα uncoagulated, opp. πεπηγότες θρόμβοι, Hp.Epid.7.10; [καταμηνίων ῥύσις] -ωτέρα Arist.GA 764a6
; σπέρμα, οὖρον, Id.Pr. 924b28, 907b25.2 of events and actions, recent, (lyr.); ;ὀργή Lys.18.19
; ;φόβος Aen.Tact.3.1
;φθόνος Plu.Them.24
;θεωρίαι καὶ μαθήσεις Arist.EE 1237a24
; ; λύπη defined asδόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας Zeno Stoic.1.52
;ἀτύχημα Plb.1.21.9
;εὐεργεσίαι Id.2.46.1
; [ πράγματα] Plu.2.146b; ὄγκοι ( = οἰδήματα) Gal.18(2).145; βήξ, i.e. not yet chronic, Sor.1.123, cf. 2.46; γάλα, i.e. lately begun to be secreted, Id.1.89; of persons, recent in date, of Homer, Arist. Mete. 351b35; μάρτυρες.. οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ π. Id.Rh. 1375b27: used predicatively, χρόνοι [τοῖς πλουσίοις] τοῦ δίκην ὑποσχεῖν.. δίδονται, καὶ τἀδικήμαθ' ἕωλα.. ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ' ἀφικνεῖται, τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος π. κρίνεται the cases of us poor men are served up fresh, D.21.112; νεαλὴς καὶ π. fresh (because recently imprisoned), Id.25.61.3 new,οὐκ ἔστι πᾶν π. ὑπὸ τὸν ἥλιον LXX Ec.1.9
; οὐκ ἔσται ἐν σοὶ θεὸς π. ib.Ps.80(81).10;ὁδὸν π. καὶ ζῶσαν Ep.Hebr.10.20
;ἀεὶ ἡδίων ἡ π. ἀφροδίτη Alciphr.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσφατος
-
7 ἀνώδυνος
A free from pain,οἰδήματα Hp.Prog.7
, cf. D.Chr.32.57;τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀνάλγητον Arist.Xen. 974a19
; of persons, S.Ph. 883; suffer less pain,Hp.
Prorrh.2.7; τὸ ἀνώδυνον, = ἀνωδυνία, Plu. 2.102d. Adv.ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Hp.Coac. 527
, cf. Plu.Cic.2;ἰᾶσθαι D.Chr.41.9
: [comp] Sup.- ώτατα Hp.Acut.4
.2 causing no pain, harmless,τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ' ἀ. κακόν S.Aj. 554b
; ἁμάρτημα ἢ αἶσχος ἀ., definition of τὸ γελοῖον, Arist.Po. 1449a35. Adv.-ως, ἰάσασθαι τὴν πατρίδα Plu. Cleom.10
.II [voice] Act., allaying pain, Hp.Aph.5.22, Dsc.4.68 ([comp] Comp. and [comp] Sup.);φάρμακον ἀ.
anodyne,Plu.
2.614c:—the epitaph of a physician in IG14.1879 combines both signfs., πολλούς τε σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανών.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνώδυνος
См. также в других словарях:
οἰδήματα — οἴδημα swelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
βουρδουλιάζω — [βουρδουλα] 1. γεμίζω από οιδήματα ή εξανθήματα 2. φουσκώνω … Dictionary of Greek
βουρδούλιασμα — το [βουρδουλιάζω] η κάλυψη του δέρματος από οιδήματα ή εξανθήματα … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… … Dictionary of Greek
ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… … Dictionary of Greek
ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κονδυλώδης — ες (Α κονδυλώδης, ώδες) [κόνδυλος] αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος νεοελλ. 1. (για φυτά) κονδυλόρριζος 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος … Dictionary of Greek
κώνειο — (Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα… … Dictionary of Greek