Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντιτύπᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀντιτύπᾳ — ἀντιτύπᾱͅ , ἀντίτυπος repelled fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίτυπα — ἀντίτυπος repelled neut nom/voc/acc pl ἀντίτυπος repelled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • ВМЕСТООБРАЗНАЯ — [церковнослав. ; греч. ἀντίτυπα то, что вместо образа], один из терминов христ. богословия таинств III V вв., к рым нередко обозначаются евхаристические Хлеб и Вино. Его понимание тесно связано с трактовкой таких понятий, как знак, образ, подобие …   Православная энциклопедия

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • οκταπλός — και οχταπλός, ή, ό και οχταπλούς, ούν (Α ὀκταπλοῡς, οῡν και όος, όον, θηλ. και ὀκταπλῆ) 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μέρη 2. αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή οκτώ φορές περισσότερος, ο οκταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται οκτώ… …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάδης, Κωνσταντίνος — I (Στενήμαχος Ανατολικής Ρωμυλίας 1881 – Αθήνα 1944). Γλύπτης και ακαδημαϊκός. Μαθήτευσε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο. Μετά την αποφοίτησή του και ύστερα από μία περίοδο σύντομης διαμονής στο Μόναχο,… …   Dictionary of Greek

  • ξηρογλυφία — (pointe seche). Τεχνική της χαρακτικής, που συνίσταται στην απευθείας χάραξη της μεταλλικής πλάκας με βελόνη από ατσάλι. Με τον τρόπο αυτό τα χαράγματα μπορούν να φτάσουν στο ίδιο βάθος, όπως τα χαράγματα με ακουαφόρτε, η ξ. όμως έχει το… …   Dictionary of Greek

  • АНАФОРА — [греч. ἀναφορά возношение], евхаристическая молитва. Термином «А.» в литургике и в богослужебной практике большинства христ. Церквей (напр., в чине литургии визант. обряда: « …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»