-
1 αντιστοιχία
ἀντιστοιχίᾱ, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem nom /voc /acc dualἀντιστοιχίᾱ, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀντιστοιχία
ἀντιστοιχίᾱ, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem nom /voc /acc dualἀντιστοιχίᾱ, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αντιστοιχια
-
4 αντιστοιχία
η соответствие; соотношение; аналогия -
5 αντιστοιχία
ηEntsprechung f -
6 αντιστοιχία
[андистихиа] ουσ θ соответствие. -
7 ἀντιστοιχία
ἀντιστοιχ-ία, ἡ,II of letters, correspondence, of the relation of tenuis, media, and aspirate to each other, Ascl.Myrl. ap. Ath.11.501b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστοιχία
-
8 ἀντιστοιχία
ἀντι-στοιχία, (1) das Vertauschen eines Buchstaben mit einem andern (ihm gegenüberstehenden). (2) das Gegeneinanderstehen -
9 αντιστοιχίας
ἀντιστοιχίᾱς, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem acc plἀντιστοιχίᾱς, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀντιστοιχίας
ἀντιστοιχίᾱς, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem acc plἀντιστοιχίᾱς, ἀντιστοιχίαstanding opposite in pairs: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 αντιστοιχίαν
-
12 ἀντιστοιχίαν
-
13 σύ-στοιχος
σύ-στοιχος, mit Andern zusammen, in derselben Reihe stehend, zu derselben Klasse, Ordnung gehörig; καὶ ὅμοια, Pol. 13, 8, 1; von demselben Geschlecht, Arist. oft, der z. B. top. 2, 9 τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος als σύστοιχος τῇ δικαιοσύνῃ bezeichnet, metaphys. 3, 2 u. s. das Vorige; er nennt unter den Elementen Luft und Feuer, wie Wasser und Erde σύστοιχα, dagegen Feuer und Wasser, Luft und Erde ἀντίστοιχα. Bei den Gramm. heißen die mit demselben Organ ausgesprochenen Buchstaben σύστοιχα, wie β, π, φ, dagegen die ihren Eigenschaften nach einander entsprechenden, wie π, κ, τ, ἀντίστοιχα, was, wie der Gebrauch des Arist. top. 2, 9, vgl. eth. Nicom. 1, 6, 7 u. metaph. 1, 5 ( τὰς ἀρχὰς δέκα λέγουσιν εἶναι τὰς κατὰ συστοιχίαν λεγομένας
ἕν – πλῆϑος
κ. τ. λ.), aus dem Unter- und Nebeneinanderschreiben zu erklären ist:
β. γ. δ.
π. κ. τ.
φ. χ. ϑ.
Dies wechselseitige Verhältniß der Buchstaben heißt συστοιχία u. ἀντιστοιχία.
-
14 ἀντι-στοιχείωσις
ἀντι-στοιχείωσις, ἡ, = ἀντιστοιχία 1), Schol. Il. 12, 29.
-
15 αντιστοιχιών
-
16 ἀντιστοιχιῶν
-
17 σύστοιχος
σύ-στοιχος, mit anderen zusammen, in derselben Reihe stehend, zu derselben Klasse, Ordnung gehörig; von demselben Geschlecht; Arist. nennt unter den Elementen Luft und Feuer, wie Wasser und Erde σύστοιχα, dagegen Feuer und Wasser, Luft und Erde ἀντίστοιχα. Bei den Gramm. heißen die mit demselben Organ ausgesprochenen Buchstaben σύστοιχα, wie β, π, φ, dagegen die ihren Eigenschaften nach einander entsprechenden, wie π, κ, τ, ἀντίστοιχα: πέρας ἄπειρον / περιττόν ἄρτιον / ἕν πλῆϑος / δεξιόν ἀριστερόν; aus dem Unter- und Nebeneinanderschreiben zu erklären: β. γ. δ / π. κ. τ / φ. χ. ϑ. Dies wechselseitige Verhältnis der Buchstaben heißt συστοιχία u. ἀντιστοιχία
См. также в других словарях:
ἀντιστοιχία — ἀντιστοιχίᾱ , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem nom/voc/acc dual ἀντιστοιχίᾱ , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστοιχία — η (Α ἀντιστοιχία) η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο νεοελλ. η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας … Dictionary of Greek
αντιστοιχία — η 1. παράλληλη κατάσταση: Υπάρχει αντιστοιχία βαθμών στο στρατό ξηράς και στο ναυτικό. 2. (γραμμ.), η αντικατάσταση ψιλών φθόγγων με αντίστοιχους δασείς (μεταύριο μεθαύριο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστοιχίας — ἀντιστοιχίᾱς , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem acc pl ἀντιστοιχίᾱς , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοιχίαν — ἀντιστοιχίᾱν , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοιχιῶν — ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek