-
1 αντιστοιχιών
-
2 ἀντιστοιχιῶν
См. также в других словарях:
ἀντιστοιχιῶν — ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκειολογία — Επιστήμη που εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο από ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική άποψη. Η θ. αναπτύχθηκε ως επιστήμη κατά τους νεότερους χρόνους, οπότε διευρύνθηκε o ορίζοντας των γνώσεων γύρω από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek