Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντιστοιχίας

См. также в других словарях:

  • ἀντιστοιχίας — ἀντιστοιχίᾱς , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem acc pl ἀντιστοιχίᾱς , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιστοιχίας, αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της κβαντομηχανικής που ισχύουν για μικροσκοπικά συστήματα μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα όταν δοκιμαστούν σε συστήματα μεγάλων διαστάσεων, όπως ακριβώς οι νόμοι της κλασικής μηχανικής περιγράφουν… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • ανατίμηση — Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας ή νομισματικής ισοτιμίας, δηλαδή o επίσημος καθορισμός της αντιστοιχίας σε χρυσό ή σε ξένα συναλλάγματα, της νομισματικής μονάδας μιας χώρας. Η α. είναι το αντίθετο της υποτίμησης του νομίσματος. Όταν μία χώρα… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

  • ανεξάρτητη μεταβλητή — Μαθηματικός όρος. Η τιμή της μεταβλητής μιας συνάρτησης που μεταβάλλεται αυθαίρετα, χωρίς κανένα εξωτερικό περιορισμό. Π.χ. στη συνάρτηση y = φ(Χ) η x, η α.μ. μπορεί να λάβει οποιαδήποτε τιμή από το σύνολο ορισμού, ενώ η y δεσμεύεται να λάβει… …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Τόμας — (Reid, Στράτσαμ, 1710 – Γλασκόβη 1796). Σκοτσέζος φιλόσοφος. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης πάνω από πενήντα χρόνια, έως το 1780). Ιδρυτής της λεγόμενης «φιλοσοφίας της κοινής λογικής», θεωρούμενος, μαζί με τον Ντάγκλας Στούαρτ, κορυφαίος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»