-
1 αντιδιδασκω
1) обучать взамен2) оспаривать друг у друга награду -
2 ἀντιδιδάσκω
A inform, instruct in turn or on the other side, App.BC 5.19, AP6.236 (Phil.).II of dramatists, etc., contend for the prize, Ar.V. 1410, cf. Satyr.Vit Eur.Fr.38.19, D.Chr.37.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιδιδάσκω
-
3 ἀντιδιδάσκω
ἀντι-διδάσκω, dramatische Stücke gegen einander einüben u. aufführen zum Wettkampf; übh. dagegen, zur Vergeltung lehren -
4 αντιδιδασκόντων
ἀντιδιδάσκωinform: pres part act masc /neut gen plἀντιδιδάσκωinform: pres imperat act 3rd pl -
5 ἀντιδιδασκόντων
ἀντιδιδάσκωinform: pres part act masc /neut gen plἀντιδιδάσκωinform: pres imperat act 3rd pl -
6 αντιδιδάσκουσιν
ἀντιδιδάσκωinform: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀντιδιδάσκωinform: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
7 ἀντιδιδάσκουσιν
ἀντιδιδάσκωinform: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀντιδιδάσκωinform: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
8 αντεδίδαξε
-
9 ἀντεδίδαξε
-
10 αντεδίδασκε
-
11 ἀντεδίδασκε
-
12 αντεδίδασκεν
-
13 ἀντεδίδασκεν
-
14 αντιδιδάσκειν
-
15 ἀντιδιδάσκειν
См. также в других словарях:
αντιδιδάσκω — ἀντιδιδάσκω (Α) 1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο 2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος … Dictionary of Greek
ἀντιδιδασκόντων — ἀντιδιδάσκω inform pres part act masc/neut gen pl ἀντιδιδάσκω inform pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιδάσκουσιν — ἀντιδιδάσκω inform pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιδιδάσκω inform pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεδίδαξε — ἀντιδιδάσκω inform aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεδίδασκε — ἀντιδιδάσκω inform imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεδίδασκεν — ἀντιδιδάσκω inform imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιδάσκειν — ἀντιδιδάσκω inform pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek