-
1 ἀντιδιδάσκω
ἀντι-διδάσκω, dramatische Stücke gegen einander einüben u. aufführen zum Wettkampf; übh. dagegen, zur Vergeltung lehren
См. также в других словарях:
αντιδιδάσκω — ἀντιδιδάσκω (Α) 1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο 2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος … Dictionary of Greek
ἀντιδιδασκόντων — ἀντιδιδάσκω inform pres part act masc/neut gen pl ἀντιδιδάσκω inform pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιδάσκουσιν — ἀντιδιδάσκω inform pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιδιδάσκω inform pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεδίδαξε — ἀντιδιδάσκω inform aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεδίδασκε — ἀντιδιδάσκω inform imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεδίδασκεν — ἀντιδιδάσκω inform imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιδάσκειν — ἀντιδιδάσκω inform pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek