-
1 αντεδίδαξε
-
2 ἀντεδίδαξε
-
3 αντιδιδασκω
1) обучать взамен2) оспаривать друг у друга награду
См. также в других словарях:
ἀντεδίδαξε — ἀντιδιδάσκω inform aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντεδίδαξε
2 ἀντεδίδαξε
3 αντιδιδασκω
ἀντεδίδαξε — ἀντιδιδάσκω inform aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)