-
1 αντίχειρ
-
2 ἀντίχειρ
-
3 αντιχειρ
-
4 ἀντίχειρ
III Subst. (sc. σωλήν, inverse tube of alembic, Zos.Alch.p.225B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίχειρ
-
5 αντίχειρ
-
6 ἀντίχειρ
ἀντί-χειρ, der Daumen, als der den vier andern Fingern entgegenstehende Teil der Hand -
7 δάκτυλος
δάκτυλος, ὁ, 1) der Finger, Her. 6, 63 u. Folgde; μέγας, der Daumen, Ael. V. H. 2, 9, sonst ἀντίχειρ; sonst werden noch genannt: ὁ σμικρότατος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ μέσος, Plat. Rep. VII, 523 d; vgl. λιχανός, σφάκελος, μύωψ. – 2) ποδός, Fußzehe, Xen. An. 4, 5, 12; Eur. I. T. 255; Ar. Equ. 881 u. sonst. – 3) das kleinste griech. Längenmaaß, zwei Finger breit; übertr., von einer kurzen Zeit, Alcaeus bei Ath. X, 430 d; δάκτυλος ἀώς Asclepiad. 9 (XII, 50). – 4) die Dattel, Arist. Meteor. 1, 4, 10; Artemid. 5, 89. – 5) der Versfuß [– ñ ñ], Ar. Nub. 651; u. das Versmaaß, Plat. Rep. III, 400 b. – 6) δάκτυλοι 'Ιδαῖοι, Priester der Cybele. Vgl. Lob. Aglaoph. 2 p. 1166 st.
-
8 δακτυλος
ὅ1) палец(μέγας = ἀντίχειρ Her., Arst.; μέσος Arst.; σμικρότατος Plat. или ἔσχατος Arst.; οἱ τῶν ποδῶν δάκτυλοι Xen., Arst.; δάκτυλοι τῶν καμήλων, ὀρνίθων, σαυρῶν Arst.)
ἐπ΄ ἄκρων τῶν δακτύλων Arst. — на цыпочках2) дактиль (наименьшая мера длины, у греков = 19.3 мм) Her., Arst.3) перен. мгновение, миг(δ. ἀώς, sc. ἐστι Anth.)
4) финик(τῶν δακτύλων πυρῆνες Arst.)
5) стих. дактиль ( стопа _UU) Arph.7) pl. δάκτυλοι Ἰδαῖοι Diod. дактили горы Ида, т.е. жрецы Кибелы -
9 αντιδάκτυλος
.ο1) см. αντίχειρ; 2) стих, анапест -
10 αντιχείρων
-
11 ἀντιχείρων
-
12 αντίχειρα
-
13 ἀντίχειρα
-
14 αντίχειρας
-
15 ἀντίχειρας
-
16 αντίχειρε
-
17 ἀντίχειρε
-
18 αντίχειρι
-
19 ἀντίχειρι
-
20 αντίχειρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντίχειρ — thumb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχείρων — ἀντίχειρ thumb masc gen pl ἀντίχειρον thumb breadth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχειρα — ἀντίχειρ thumb masc acc sg ἀντίχειρον thumb breadth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχειρας — ἀντίχειρ thumb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχειρε — ἀντίχειρ thumb masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχειρι — ἀντίχειρ thumb masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχειρος — ἀντίχειρ thumb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχειρσιν — ἀντίχειρ thumb masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пальцы — составляют конечную часть передних (верхних) и задних (нижних) конечностей всех позвоночных животных, кроме рыб. Они состоят большей частью из 2 или 3 суставов (у китообразных, птиц и рептилий до 5), костные части которых называются фалангами.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
POLLEX, a POLLENDO — quod vi et potestate inter coeteros digitos polleat; Graecis proin ἀντίχειρ, quasi manus altera dictus; apud Antiquos multum venerationis habuit: Minervae una cum reliquis digitis consecratus. Significabant autem diversô eius gestu varios animi… … Hofmann J. Lexicon universale
αντίχειρας — Το παχύτερο δάχτυλο του χεριού. Είναι πολύτιμο για την ανθρώπινη εργασία επειδή σχηματίζει με τα υπόλοιπα τέσσερα δάχτυλα ένα είδος λαβίδας με την οποία το χέρι μπορεί να πιάνει τα διάφορα αντικείμενα. Ο σκελετός του α. αποτελείται από δύο μονάχα … Dictionary of Greek