-
1 αντίπηξ
-
2 ἀντίπηξ
-
3 ἀντίπηξ
A wheeled cradle or perambulator for infants, ; κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος ib.40. (Mytil., = κιβωτός, acc. to Eust.1056.46.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπηξ
-
4 αντίπηγ'
ἀντίπηγα, ἀντίπηξwheeled cradle: fem acc sgἀντίπηγι, ἀντίπηξwheeled cradle: fem dat sgἀντίπηγε, ἀντίπηξwheeled cradle: fem nom /voc /acc dual -
5 ἀντίπηγ'
ἀντίπηγα, ἀντίπηξwheeled cradle: fem acc sgἀντίπηγι, ἀντίπηξwheeled cradle: fem dat sgἀντίπηγε, ἀντίπηξwheeled cradle: fem nom /voc /acc dual -
6 αντίπηγα
-
7 ἀντίπηγα
-
8 αντίπηγος
-
9 ἀντίπηγος
-
10 εὔκυκλος
εὔκυκλος, ον,A well-rounded, round, in Il. always of ἀσπίς, 5.453, 797, al., A.Th. 590;εὔ. ἕδρα Pi.N.4.66
;σφαίρη Parm.8.43
;στεφάναι X.Cyn.9.12
;εὔκυκλον ποιεῖν Pl.Ti. 40a
;ὀφθαλμοὶ σελήνης-ότεροι Alciphr.Fr.5
.3 of bandages, in horizontal circles, orbicular, Heliod. ap. Orib.48.61 tit., Gal.18(1).786.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκυκλος
См. также в других словарях:
αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀντίπηξ — wheeled cradle fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπηγα — ἀντίπηξ wheeled cradle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπηγος — ἀντίπηξ wheeled cradle fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπηγ' — ἀντίπηγα , ἀντίπηξ wheeled cradle fem acc sg ἀντίπηγι , ἀντίπηξ wheeled cradle fem dat sg ἀντίπηγε , ἀντίπηξ wheeled cradle fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXPONENDI infantes — mos antiquissimus fuit. Namque de Moyse, nota historia in sacris: Unde Ezechiel Tragicus, Clementi Alexandrino et Eusebio laudatus, Ε᾿νταῦθα μητὴρ ἠ τεχοῦσ᾿ ἔκρυπτέ με Τρεῖς μῆνας, ὡς ἔφασκεν, οὐ λαθοῦσα δὲ Υ῾πεξέθηκε. Ibi mater quae me peperit,… … Hofmann J. Lexicon universale
γλαγοπήξ — γλαγοπήζ ( ῆγος), ο, η (Α) αυτός που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος («γαυλοὶ γλαγοπῆγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος* + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. αντίπηξ, διάπηξ, επίπηξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εύκυκλος — εὔκυκλος, ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, ές) ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. τής λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ. β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.) αρχ. αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. τής λ … Dictionary of Greek