-
1 ἀναστροφή
ἀνα-στροφή, ἡ,A turning upside down, upsetting, overthrow, E.Fr. 301 (pl.); μοῖραν εἰς ἀ. δίδωσι, = ἀναστρέφει, Id.Andr. 1007; disorder, confusion, Posidipp.26.22.2 turning back, return, S.Ant. 226; πολλὰς ἀ. ποιούμενος, of a hunter, making many casts backward, X. Cyn.6.25; wheeling round, of a horse, Id.Eq.Mag.3.14; of soldiers in battle, whether to flee or rally, Id.Cyr.5.4.8;μηκέτι δοῦναι αὐτοῖς ἀ.
time to rally,Id.
HG4.3.6, cf. Ages.2.3; esp. of the reversal of a wheeling movement, Ascl.Tact.10.6, Ael.Tact.25.7, Arr.Tact.21.4; of a ship, Th.2.89;ἐξ ἀ.
turning back,Plb.
4.54.4; conversely,S.E.
M.7.430.3 in Gramm., throwing back of the accent, as in Prepositions after their case, A.D.Synt.308.15, etc.4 Rhet., = ἐπαναστροφή, repetition of words which close one sentence at the beginning of another, Hermog.Id.1.12, etc.5 Math., conversion of a ratio,ἀ. λόγου Euc.5
Def.16;κατ' ἀναστροφήν Papp.1002.25
.II dwelling in a place, Plu.2.216a.3 mode of life, behaviour, Plb.4.82.1, D.L.0.64;- φὴν ποιεῖσθαι IG2.477b12
, cf. SIG491.5, LXX To.4.14, Ep.Gal.1.13, Ep.Eph.4.22, al.;ἀ. πολιτική PGiss. 40ii29
(iii A.D.); ἐξημερωμένης -φῆς civilized life, Phld.Sto.Herc.339.19.4 delay, respite, time for doing a thing, Plb.1.66.3,al., D.S.10.5.5 occupation, concern,περί τι τὰν ἀ. ἔχειν Archyt.1
, cf. Phld.Po.5.1425.6.7 recourse,ἀ. λαμβάνειν πρός τι Plu. 2.112c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστροφή
-
2 στρέφω
στρέφω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to twist, to turn', intr. a. midd. `to twist, turn, to run (Il.).Other forms: Dor. στράφω? (Nisyros IIIa; quite doubtful), Aeol. στρόφω (EM), aor. στρέψαι, - ασθαι (Il.), Dor. ἀπο-στράψαι (Delph.), pass. στρεφθῆναι (Hom. [intr.], rarely Att.), Dor. στραφθῆναι (Sophr., Theoc.), στραφῆναι (Hdt., Sol., Att.), ἀν-εστρέφησαν (young Lac. a.o., Thumb. Scherer 2, 42), fut. στρέψω (E. etc.), perf. midd. ἔστραμμαι (h. Merc.), hell. also ἐστρεμμένος (Mayser Pap.I: 2, 196), act. ἔστροφα (hell.), also ἔστραφα (Plb.).Derivatives: A. With ε-vowel: 1. στρεπ-τός `twisted, flexible' (Il.), m. `necklace, curl etc.' (IA.) with - άριον (Paul Aeg.). 2. - τικός ( ἐπι-, μετα- a.o.) `serving to twist' (Pl. a.o.). 3. - τήρ m. `door-hinge' (AP). 4. στρέμμα ( περι-, διά- a.o) n. `twist, strain' (D., medic. a.o.), σύ- στρέφω `ball, swelling, round drop, heap, congregation etc.' (Hp., Arist., hell. a. late). 5. στρέψ-ις ( ἐπι-) f. `the turning, turn' (Hp., Arist.) with - αῖος, PN - ιάδης. 6. στρεπτ-ίνδα. adv. kind of play (Poll.). 7. ἐπιστρεφ-ής `turning to (something), attentive' (IA.) witf - εια f. (pap. IIIp). -- B. With o-ablaut: 1. στρόφος m. `band, cord, cable' (Od.), `gripes' (Ar., medic.); as 2. member e.g. εὔ ( ἐΰ-)στροφος = στρέφω - στρεφής `well-twisted, easy to twist, to bend', (Ν599 = 711, E., Pl. etc.) with - φία f. `flexibility' (hell. a. late); from the prefixcompp. e.g. ἀντίστροφ-ος `turned face to face, according' (Att. etc.: ἀντι-στρέφω). From it στρόφ-ιον n. `breast-, head-band' (com., inscr. a.o.), - ίς ( περι- a. o.) f. `id.' (E. a.o.), - ίολος m. `edge, border' (Hero), - ώδης `causing gripes' (Hp. a.o.), - ωτός `provided with pivots' (LXX), - ωμα n. `pivot, door-hinge' with - ωμάτιον (hell.), - ωτήρ m. `oar' (gloss.), - όομαι `to have gripes' (medic. a.o.), ἐκστροφῶσαι H. s. ἐξαγκυρῶσαι την θύραν, - έω `to cause gripes' (Ar.); as 2. member e.g. in οἰακοστροφ-έω `to turn the rudder' (A.) from οἰακο-στρόφος (Pi., A. a..). 2. στροφή ( ἐπι-, κατα- etc.) f. `the twisting, turning around etc.' (IA.) with - αῖος surn. of Hermes (Ar. Pl. 1153; as door-waiter cf. στρο-φεύς] referring to his dexterity [cf. στρόφις). From στροφή or στρόφος: 3. στρόφ-ις m. `clever person, sly guy' (Ar., Poll.). 4. - άς f. `turning' (S. in lyr., Arat. a.o.), - άδες νῆσοι (Str. a.o.). 5. - εῖον m. `winch, cable etc.' (hell. a. late). 6. - εύς m. `door-hinge, cervical vertebra' (Ar., Thphr. a.o.; Bosshardt 47). 7. - ιγξ m. (f.) `pivot, door-hinge' (E., com. etc.). 8. - στροφάδην (only with ἐπι-, περι- a.o.) `to turn around' (ep. Ion.). 9. With λ-enlargement: στρόφ-αλος m. `top' (V--VIp); - άλιγξ f. `vertebra, curve etc.' (ep. Il.), - αλίζω `to turn, to spin' (o 315, AP). -- C. With lengthened grade: iter. intens. στρωφ-άω, - άομαι ( ἐπι-, μετα- a.o.) `to turn to and fro, to linger' (ep. Ion. poet. Il.), - έομαι `to turn' (Aret.). -- D. With zero grade: ἐπιστραφ-ής = ἐπιστρεφ-ής (s. ab.; late). PN Στραψι-μένης (Dor.). -- E. As 1. member a.o. in στρεφε-δίνηθεν aor. pass. 3. pl. `they turned around, swindled' (H 792; after it in act. Q. S. 13, 7), prob. combination of στρέφομαι and δινέομαι (Schwyzer 645 w. n. 1 a. lit.); for it with nominal 1. member στροφο-δινοῦνται (A. Ag. 51 [anap.]); στρεψο-δικέω `to twist the right' (Ar.) beside στρεψί-μαλλος `twisting the wool-flakes' = `with frizzly wool' (Ar.); cf. Schwyzer 442.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The above strongly productive group of words can because of its regular system and extension not be very old. On the other hand there is nothing in it, that could point to loans. So an inherited word of recent date with unknown prehistory and without helpful non-Greek agreements (quite doubtful Lat. [Umbr.] strebula pl. n. `the meat on the haunches of sacricial animals'; on this W.-Hofmann s. v.). A (popular) byform with β is maintained in στρεβλός (s. v.), στρόβιλος, στραβός [this is improbable to me] -- Through στρέφω a. cogn. older words for `turn etc.', e.g. εἰλέω, εἰλύω and σπερ- in σπεῖρα, σπάρτον etc. were partly pushed aside or replaced.Page in Frisk: 2,808-809Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρέφω
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek