Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στρόφω

См. также в других словарях:

  • στροφώ — (I) έω, Α [στρόφος] έχω πόνους στην κοιλιά, υποφέρω από κωλικόπονο. (II) άω, ΜΑ στρέφω κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητ. και ιων. θαμιστ. τού στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • στρόφω — Α (αιολ. τ.) βλ. στρέφω …   Dictionary of Greek

  • στροφῶ — στροφάω turn hither and thither pres imperat mp 2nd sg στροφάω turn hither and thither pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στροφάω turn hither and thither pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στροφάω turn hither and thither pres subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… …   Dictionary of Greek

  • νωτοστροφώ — νωτοστροφῶ, έω (Α) στρέφω τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + στροφῶ (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, δημο στροφώ] …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • χαλινοστροφώ — έω, Μ οδηγώ το άλογο με το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + στροφῶ (< στροφος < στρόφος), πρβλ. ἠνιο στροφῶ] …   Dictionary of Greek

  • αρτοστροφώ — ἀρτοστροφῶ ( έω) (Α) γυρίζω το ψωμί για να ψηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + στροφώ < στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • βωλοστροφώ — βωλοστροφῶ ( έω) (Μ) αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + στροφώ < στρόφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»