Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στρέφομαι

См. также в других словарях:

  • στρέφομαι — στρέφομαι, στράφηκα, στραμμένος βλ. πίν. 210 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφομαι — στρέφω Aër. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • καταπολεύω — (Α) 1. στρέφομαι 2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)] …   Dictionary of Greek

  • μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… …   Dictionary of Greek

  • παρεπιστρέφω — Α [επιστρέφω] 1. στρέφομαι πλαγίως 2. μέσ. παρεπιστρέφομαι καθώς βαδίζω στρέφομαι πίσω μου και παρατηρώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»