-
1 στρέφομαι
στρέφωAër.pres ind mp 1st sg -
2 διαναστρέφομαι
A to be distorted, roll, of the eyes, Herod.Med. in Rh.Mus.58.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαναστρέφομαι
-
3 προαποστρέφομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαποστρέφομαι
-
4 προσκαταστρέφομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκαταστρέφομαι
-
5 συμπεριστρέφομαι
A revolve along with, τῷ οὐρανῷ, of the fixed stars, Arist. Mu. 392a10, cf. Gem.5.62;τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Plu.2.927c
; of pain in colic, Gal.8.384.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριστρέφομαι
-
6 στρέφω
στρέφω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to twist, to turn', intr. a. midd. `to twist, turn, to run (Il.).Other forms: Dor. στράφω? (Nisyros IIIa; quite doubtful), Aeol. στρόφω (EM), aor. στρέψαι, - ασθαι (Il.), Dor. ἀπο-στράψαι (Delph.), pass. στρεφθῆναι (Hom. [intr.], rarely Att.), Dor. στραφθῆναι (Sophr., Theoc.), στραφῆναι (Hdt., Sol., Att.), ἀν-εστρέφησαν (young Lac. a.o., Thumb. Scherer 2, 42), fut. στρέψω (E. etc.), perf. midd. ἔστραμμαι (h. Merc.), hell. also ἐστρεμμένος (Mayser Pap.I: 2, 196), act. ἔστροφα (hell.), also ἔστραφα (Plb.).Derivatives: A. With ε-vowel: 1. στρεπ-τός `twisted, flexible' (Il.), m. `necklace, curl etc.' (IA.) with - άριον (Paul Aeg.). 2. - τικός ( ἐπι-, μετα- a.o.) `serving to twist' (Pl. a.o.). 3. - τήρ m. `door-hinge' (AP). 4. στρέμμα ( περι-, διά- a.o) n. `twist, strain' (D., medic. a.o.), σύ- στρέφω `ball, swelling, round drop, heap, congregation etc.' (Hp., Arist., hell. a. late). 5. στρέψ-ις ( ἐπι-) f. `the turning, turn' (Hp., Arist.) with - αῖος, PN - ιάδης. 6. στρεπτ-ίνδα. adv. kind of play (Poll.). 7. ἐπιστρεφ-ής `turning to (something), attentive' (IA.) witf - εια f. (pap. IIIp). -- B. With o-ablaut: 1. στρόφος m. `band, cord, cable' (Od.), `gripes' (Ar., medic.); as 2. member e.g. εὔ ( ἐΰ-)στροφος = στρέφω - στρεφής `well-twisted, easy to twist, to bend', (Ν599 = 711, E., Pl. etc.) with - φία f. `flexibility' (hell. a. late); from the prefixcompp. e.g. ἀντίστροφ-ος `turned face to face, according' (Att. etc.: ἀντι-στρέφω). From it στρόφ-ιον n. `breast-, head-band' (com., inscr. a.o.), - ίς ( περι- a. o.) f. `id.' (E. a.o.), - ίολος m. `edge, border' (Hero), - ώδης `causing gripes' (Hp. a.o.), - ωτός `provided with pivots' (LXX), - ωμα n. `pivot, door-hinge' with - ωμάτιον (hell.), - ωτήρ m. `oar' (gloss.), - όομαι `to have gripes' (medic. a.o.), ἐκστροφῶσαι H. s. ἐξαγκυρῶσαι την θύραν, - έω `to cause gripes' (Ar.); as 2. member e.g. in οἰακοστροφ-έω `to turn the rudder' (A.) from οἰακο-στρόφος (Pi., A. a..). 2. στροφή ( ἐπι-, κατα- etc.) f. `the twisting, turning around etc.' (IA.) with - αῖος surn. of Hermes (Ar. Pl. 1153; as door-waiter cf. στρο-φεύς] referring to his dexterity [cf. στρόφις). From στροφή or στρόφος: 3. στρόφ-ις m. `clever person, sly guy' (Ar., Poll.). 4. - άς f. `turning' (S. in lyr., Arat. a.o.), - άδες νῆσοι (Str. a.o.). 5. - εῖον m. `winch, cable etc.' (hell. a. late). 6. - εύς m. `door-hinge, cervical vertebra' (Ar., Thphr. a.o.; Bosshardt 47). 7. - ιγξ m. (f.) `pivot, door-hinge' (E., com. etc.). 8. - στροφάδην (only with ἐπι-, περι- a.o.) `to turn around' (ep. Ion.). 9. With λ-enlargement: στρόφ-αλος m. `top' (V--VIp); - άλιγξ f. `vertebra, curve etc.' (ep. Il.), - αλίζω `to turn, to spin' (o 315, AP). -- C. With lengthened grade: iter. intens. στρωφ-άω, - άομαι ( ἐπι-, μετα- a.o.) `to turn to and fro, to linger' (ep. Ion. poet. Il.), - έομαι `to turn' (Aret.). -- D. With zero grade: ἐπιστραφ-ής = ἐπιστρεφ-ής (s. ab.; late). PN Στραψι-μένης (Dor.). -- E. As 1. member a.o. in στρεφε-δίνηθεν aor. pass. 3. pl. `they turned around, swindled' (H 792; after it in act. Q. S. 13, 7), prob. combination of στρέφομαι and δινέομαι (Schwyzer 645 w. n. 1 a. lit.); for it with nominal 1. member στροφο-δινοῦνται (A. Ag. 51 [anap.]); στρεψο-δικέω `to twist the right' (Ar.) beside στρεψί-μαλλος `twisting the wool-flakes' = `with frizzly wool' (Ar.); cf. Schwyzer 442.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The above strongly productive group of words can because of its regular system and extension not be very old. On the other hand there is nothing in it, that could point to loans. So an inherited word of recent date with unknown prehistory and without helpful non-Greek agreements (quite doubtful Lat. [Umbr.] strebula pl. n. `the meat on the haunches of sacricial animals'; on this W.-Hofmann s. v.). A (popular) byform with β is maintained in στρεβλός (s. v.), στρόβιλος, στραβός [this is improbable to me] -- Through στρέφω a. cogn. older words for `turn etc.', e.g. εἰλέω, εἰλύω and σπερ- in σπεῖρα, σπάρτον etc. were partly pushed aside or replaced.Page in Frisk: 2,808-809Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρέφω
См. также в других словарях:
στρέφομαι — στρέφομαι, στράφηκα, στραμμένος βλ. πίν. 210 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρέφομαι — στρέφω Aër. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
καταπολεύω — (Α) 1. στρέφομαι 2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)] … Dictionary of Greek
μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… … Dictionary of Greek
παρεπιστρέφω — Α [επιστρέφω] 1. στρέφομαι πλαγίως 2. μέσ. παρεπιστρέφομαι καθώς βαδίζω στρέφομαι πίσω μου και παρατηρώ κάτι … Dictionary of Greek
περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek