Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ιάδης

См. также в других словарях:

  • ζηταρετησιάδης — ζηταρετησιάδης, ό (Α) αυτός που αναζητεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ + αρετή + κατάλ. –ιαδης (το σ είναι ευφωνικό), πρβλ. ανεψ ιάδης, Ασκληπ ιάδης, Στρεψ ιάδης] …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάδαι — Ἰλιάδαι, oἱ (Α) οι απόγονοι τού Ίλου, οι Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + πατρωνυμική κατάλ. ιάδης (πληθ. ιάδαι) που χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για μετρικούς λόγους (πρβλ. Λαερτ ιάδης, Τελαμων ιάδης)] …   Dictionary of Greek

  • Pontier — Die Pontos Griechen oder Pontier (griechisch Πόντιοι) sind die Nachfahren jener Griechen, die im Altertum die südlichen Küsten des Schwarzen Meeres besiedelten, die Landschaft Pontus. Die christlichen Pontos Griechen lebten dort bis zum… …   Deutsch Wikipedia

  • Pontii — Die Pontos Griechen oder Pontier (griechisch Πόντιοι) sind die Nachfahren jener Griechen, die im Altertum die südlichen Küsten des Schwarzen Meeres besiedelten, die Landschaft Pontus. Die christlichen Pontos Griechen lebten dort bis zum… …   Deutsch Wikipedia

  • Pontos-Griechen — Die Pontos Griechen oder Pontier (griechisch Πόντιοι, türkisch Pontos Rum) sind die Nachfahren jener Griechen, die im Altertum die historische Landschaft Pontus besiedelten. Ihr Sprachraum erstreckte sich über die türkische Schwarzmeerküste… …   Deutsch Wikipedia

  • Pontosgriechen — Die Pontos Griechen oder Pontier (griechisch Πόντιοι) sind die Nachfahren jener Griechen, die im Altertum die südlichen Küsten des Schwarzen Meeres besiedelten, die Landschaft Pontus. Die christlichen Pontos Griechen lebten dort bis zum… …   Deutsch Wikipedia

  • -άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης …   Dictionary of Greek

  • -ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …   Dictionary of Greek

  • Περσείδης — και Περσηϊάδης, ὁ, Α αυτός που κατάγεται από τον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)] …   Dictionary of Greek

  • Πηλεΐδης — και Πηληϊάδης Α ο καταγόμενος από τον Πηλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • ιαδεΐτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροξένων, μεταπυριτικό άλας του αργιλίου και του νατρίου με χημικό τύπο NaAl(Si2O6). Ανήκει στο μονοκλινές σύστημα. Ο ι. αποτελείται από μικροσκοπικούς κρυστάλλους οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Το χρώμα του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»