-
1 ἀνά-θημα
ἀνά-θημα (ἀνατίϑημι), τό; bei Hom. zweimal, Od. 1, 152. 21, 430 in dem Verse μολπή τ' ὀρχηστύς τε (μολπῇ καὶ φόρμιγγι)· τὰ γάρ τ' ἀναϑήματα δαιτός, die Zierden des Mahles; bei den Folgenden das als Weihgeschenk in Tempeln Aufgestellte und Geweihte ( Suid. πᾶν τὸ ἀφιερωμένον ϑεῷ), von Bildwerken jeder Art; Her. 1, 14. 92; vgl. Soph. Ant. 286; Eur. Ion. 310; Plat. Gorg. 472 b u. sonst; σοφίας, ein Denkmal der Weisheit, Hipp. min. 264 b. Dah. jeder auserlesene Schmuck; Hermipp. bei Ath. I, 28 a βάλανοι καὶ ἀμύγδαλα ἀναϑήματα δαιτός; ebenso Kuchen, Ael. V. H. 11, 12.
-
2 περι-κόπτω
περι-κόπτω, ringsum behauen, verschneiden, verstümmeln; τὰ ἀναϑήματα, Andoc. 1, 34, wie Ἑρμᾶς, Lys. 14, 42; τὰ ἀκρωτήρια, Dem. 24, 121; aor. pass. περιεκόπην, Plat. Rep. VII, 519 a; auch vom Verwüsten des feindlichen Landes, dem Umhauen der Bäume, Dem. 8, 9; καὶ λῃστεύειν, D. Sic. 4, 19; περικοπτόμενος τὴν ἀγοράν, dem der Proviant abgeschnitten, Plut. Luc. 2; auch περικεκομμένος χρημάτων, entblößt von, Ant. 68; Folgde, auch ubertr., verkleinern, schmälern.
-
3 ποικίλλω
ποικίλλω, bunt machen, färben, malen, sticken oder weben, Eur. Hec. 470, vgl. I. T. 224, Λυδία μίτρα πεποικιλμέν.α. Pind. N. 8, 14; überh. von aller künstlichen Arbeit, bunt, mannichfaltig verzieren, künstlich darstellen, χορόν, einen Reigen künstlich in Erz abbilden, Il. 18, 590; ἀναϑήματα ποικίλλουσι γραφέες, Empedocl. 82; πᾶσιν ἤϑεσι πεποικιλμένη πολιτεία, ὥςπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνϑεσι πεποικιλμένον. Plat. Rep. VIII, 557 c, u. öfter; malen, II, 378 c Crat. 394 a; übh. mannichfach machen, verschiedene Arten unterscheiden, π οικίλλει εἴδη δυςκολίας καὶ δυςϑυμίας παντοδαπά, Plat. Tim. 87 a, u. öfter; – bes. auch von der Rede, sie durch Abwechselung schmücken, Schaef. zu D. Hal. C. V. p. 258, Pind. P. 9, 77; μίξει ἀγαϑῶν καὶ κακῶν βίον, Plut. Mai. 23. – Aber auch bes. im Sprechen gewissermaßen die Farbe wechseln, listig sprechen, künstliche Winkelzüge machen, im Ggstz von ἐλευϑέρως εἰπεῖν, Plat. Conv. 218 c, vgl. Legg. IX, 863 c; u. so Soph. Trach. 1111, οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ ποικίλλεις πάλαι; vgl. Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους, Eur. Suppl. 199; und von listigem, heimtückischem Handeln, ἄγρια βουλεύματα, Maneth. 2, 325.
-
4 φόρμιγξ
φόρμιγξ, ιγγος, ἡ (nach den Alten von φορέω, die Tragbare, ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη κιϑάρα), eine Art Cither, unserer Harfe ähnlich, das älteste Saiteninstrument der griechischen Sänger; oft bei Hom., bei dem sie vorzugsweise das Instrument des Apollo ist, Il. 1, 603. 24, 63; vgl. Hes. Sc. 203; auch Achilles spielt sie, φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ, καλῇ, δαιδαλέῃ, Il. 9, 186; neben αὐλοί genannt 18, 495; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιϑάριζε 569; die Sänger beim Mahle spielen auf ihr, Od. 8, 67 u. öfter; dah. ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι 99, ἣν ἄρα δαιτὶ ϑεοὶ ποίησαν ἑταίρην 17, 270; μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ' ἀναϑήματα δαιτός 21, 430. Sie heißt περικαλλής, δαιδαλέη u. vgl., weil sie mit Gold, Elfenbein und allerlei Bildwerk geschmückt ist; Pind. nennt sie ἑπτάκτυπος P. 2, 71, u. ἑπτάγλωσσος N. 5, 24, also siebensaitig; ἁδυμελής Ol. 7, 12; ποικιλόγαρυς 3, 8; ἁ φόρμιγξ ἁ Φοίβου σύμμολπος Eur. Ion 164; Folgde.
-
5 γραφεύς
γραφεύς, ὁ, der Schreiber, Maler, ἄνδρες γραφέες ἀναϑήματα ποικίλλουσι Empedocl. 82; Plat. Rep. II, 377 d; Plut. Thes. 4; bes. Geheimschreiber, Xen. Hell. 4, 1, 39; Plut.
-
6 δια-λωβάομαι
δια-λωβάομαι, dep. med., ganz verstümmeln, ἀναϑήματα Pol. 11, 4; διαλελωβημένος, verderbt, verschlechtert, Plut., z. B. σῶμα πληγαῖς Caes. 58.
-
7 μολπή
μολπή, ἡ, Gesang und Tanz, Reihentanz mit Gesang zu Ehren einer Gottheit; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ ϑεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472; παιδιά erkl. Ath. I, 14 a; Gesang allein, μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηϑμοῖο verbunden, Il. 13, 637; μολπή τ' ὀρχηστύς τε, Od. 1, 252 als ἀναϑήματα δαιτός genannt, wo wie 23, 145 der Tanz davon unterschieden ist, wie Hes. Th. 69; vgl. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο, Il. 1, 572, u. ἑψιάασϑαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι, Od. 21, 430; auch von dem (mit Gesang begleiteten?) Ballspiel der phäakischen Jungfrauen, 6, 101; Gesang ist es bei Pind., Αἰοληΐδι μολπᾷ, Ol. 1, 102, λύραι μολπαί τε γιγνώσκοντι, Ol. 6, 97, wie Aesch. ϑεόϑεν καταπνέει Πειϑὼ μολπάν, Ag. 106, vgl. Eum. 995; οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, der Schall, Soph. Phil. 213, wie παρὰ χέλυος ἑπτατόνου μολπάν, Eur. Herc. Fur. 684; τοίαν ἔλιπες μολπὰν μελέων ἀοιδοῖς, Alc. 455 u. öfter; so auch Ar., μολπαῖς κελαδεῖν τινα, Ran. 383; μολπὴν ἀνεγείρεις, 370. In Prosa erst Sp., wie Luc. salt. 23.
-
8 ἀπο-πέμπω
ἀπο-πέμπω, Hom. Od. 15, 83 ἀππέμψει, 1) wegschicken, entlassen, Hom. oft; freundlich, unter Geleit entlassen, einen Schützling, Od. 10, 73; ἐνδυκέως 10, 65; αἰδοίως 19, 243; πρόφρασσα ἀποπέμψω 5, 161; verstoßen, unfreundlich ausweisen, 10, 76; στυγερῶς μιν ἀπέπεμψα νέεσϑαι 23, 23; ἀπὸ μητέρα πέμψω 2, 133, μητέρα ἀπόπεμψον 2, 113; von Sachen, συῶν τὸν ἄριστον 14. 108; δῶρα 17, 76; – nach einem entfernten Orte hinschicken, ἀναϑήματα εἰς Δελφούς Her. 1, 14. 51, u. öfter; εἰς μακάρων νήσους Plat. Conv. 179 e; εἰς πόλιν Rep. III, 398 a, u. öfter, wie Folgde; δεῠρο Pind. Ol. 8, 50. – 2) zurückschicken, ἐξοπίσω Hes. O. 87; Her. 7, 146; Plat. Ep. II, 314 e; Xen. Cyr. 3, 1, 42. – Med., von sich schicken, von sich entfernen, Aesch. Pers. 135; Her. 1, 33. 120; Thuc. 3, 4; Xen. Hell. 1, 1, 28 u. öfter; γυναῖκα, sich von der Frau scheiden, Her. 6, 63; verabscheuen u. durch Opfer von sich abwenden, Eur. Hec. 72; τὴν ἡδονήν Arist. Eth. 2, 9.
-
9 ἐπί-σημος
ἐπί-σημος, mit einem Zeichen versehen, geprägt, χρυσός Her. 9, 41; ἀργύριον Thuc. 2, 13; χρυσίον Xen. Cyr. 4, 5, 40; ἀναϑήματα, mit einer Inschrift versehen, Her. 1, 51; ἀσπίδες Inscr. 139. – Dah. kenntlich, berühmt, ausgezeichnet, μνῆμ' ἐπίσημον Soph. Ant. 1243; ἐν βροτοῖς Eur. Hipp. 103; ξυμφοραί Or. 543 u. öfter; ἐπίσημοι σοφίην, in Hinsicht der Weisheit, Her. 2, 20; τάφος ἐπισημότατος Thuc. 2, 43; oft bei Sp., wie Luc.; καὶ περιβόητος Herod. 1; ἐπὶ τῇ μοχϑηρίᾳ rhet. praec. 25; ἐν τοῖς ἐπαινοῦσι Merced. cond. 28; seltener tadelnd, ἐς τὸν ψόγον Eur. Or. 249; Plut. Fab. 14; ἐπὶ τῇ μοχϑηρίᾳ Luc. rh. praec. 25. – Adv., Pol. 6, 39, 6, auf ausgezeichnete Weise; ἐπισημοτέρως, Artem. 2, 9. – Subst. τὸ ἐπίσημον, das Kennzeichen an oder auf Etwas, z. B. νηός, am Schiffsvordertheile, Her. 8, 88; Plut. Them. 8; die Flagge, D. Sic.; auf Schildern das Wahrzeichen, Wappen, Aesch. Spt. 641; Her. 9, 74; auf Münzen, das Gepräge, Plut. Thes. 6; Paus. u. a. Sp.
-
10 ἐπίσημος
ἐπί-σημος, mit einem Zeichen versehen, geprägt; ἀναϑήματα, mit einer Inschrift versehen. Dah. kenntlich, berühmt, ausgezeichnet; ἐπίσημοι σοφίην, in Hinsicht der Weisheit; seltener tadelnd. Adv., auf ausgezeichnete Weise. Subst. τὸ ἐπίσημον, das Kennzeichen an oder auf etwas, z. B. νηός, am Schiffsvorderteile; die Flagge; auf Schildern das Wahrzeichen, Wappen; auf Münzen: das Gepräge
См. также в других словарях:
ἀναθήματα — ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Приношения — • Άναθήματα, благочестивые приношения, пожертвования; они были или благодарственные, или просительные, или искупительные, т. е. делались с целью вымолить прощение за совершенный грех, напр., афинскими архонтами за нарушение закона.… … Реальный словарь классических древностей
κἀναθήματα — ἀναθήματα , ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναθήματα — ἀναθήματα , ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek