-
1 ποικιλό-γηρυς
ποικιλό-γηρυς, dor. ποικιλόγᾱρυς, mannigfach tönend, von mannichfaltigem Klange, φόρμιγξ, Pind. Ol. 3, 8. Vgl. ποικιλόδειρος.
-
2 φόρμιγξ
φόρμιγξ, ιγγος, ἡ (nach den Alten von φορέω, die Tragbare, ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη κιϑάρα), eine Art Cither, unserer Harfe ähnlich, das älteste Saiteninstrument der griechischen Sänger; oft bei Hom., bei dem sie vorzugsweise das Instrument des Apollo ist, Il. 1, 603. 24, 63; vgl. Hes. Sc. 203; auch Achilles spielt sie, φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ, καλῇ, δαιδαλέῃ, Il. 9, 186; neben αὐλοί genannt 18, 495; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιϑάριζε 569; die Sänger beim Mahle spielen auf ihr, Od. 8, 67 u. öfter; dah. ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι 99, ἣν ἄρα δαιτὶ ϑεοὶ ποίησαν ἑταίρην 17, 270; μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ' ἀναϑήματα δαιτός 21, 430. Sie heißt περικαλλής, δαιδαλέη u. vgl., weil sie mit Gold, Elfenbein und allerlei Bildwerk geschmückt ist; Pind. nennt sie ἑπτάκτυπος P. 2, 71, u. ἑπτάγλωσσος N. 5, 24, also siebensaitig; ἁδυμελής Ol. 7, 12; ποικιλόγαρυς 3, 8; ἁ φόρμιγξ ἁ Φοίβου σύμμολπος Eur. Ion 164; Folgde.
См. также в других словарях:
ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] … Dictionary of Greek