-
1 αναδενδράς
-
2 ἀναδενδράς
-
3 ἀναδενδράς
A vine that grows up trees, Pherecr.109, D.53.15, Thphr.CP1.10.4, 3.10.8, Chrysipp.Stoic.3.180, Aesop.33.2 = σκιάς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδενδράς
-
4 ἀναδενδράς,-άδος
ἡ N 3 0-0-1-1-0=2 Ez 17,6; Ps 79(80),11 -
5 αναδενδράδα
-
6 ἀναδενδράδα
-
7 αναδενδράδας
-
8 ἀναδενδράδας
-
9 αναδενδράδες
-
10 ἀναδενδράδες
-
11 αναδενδράδι
-
12 ἀναδενδράδι
-
13 αναδενδράδος
-
14 ἀναδενδράδος
-
15 αναδενδράδων
-
16 ἀναδενδράδων
-
17 αναδενδράσι
-
18 ἀναδενδράσι
-
19 αναδενδράσιν
-
20 ἀναδενδράσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναδενδράς — vine that grows up trees fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδα — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδας — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδες — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδι — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδος — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδων — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράσι — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράσιν — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… … Dictionary of Greek
αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά … Dictionary of Greek