Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναδενδράδα

См. также в других словарях:

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • ἀναδενδράδα — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράνα — και ντράνα, η 1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή 2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς ( άδος)] …   Dictionary of Greek

  • αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά …   Dictionary of Greek

  • αναδεντράδα — αναδεντρώνω, αναδέντρωση, κ.λπ. βλ. αναδενδράδα, αναδενδρώνω, αναδένδρωση …   Dictionary of Greek

  • κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • υιόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υιή* (II)] …   Dictionary of Greek

  • u̯ei-1, u̯ei̯ǝ- : u̯ī- —     u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī     English meaning: to turn, bend, wind, *branch out     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”; vielfach von biegsamen Zweigen, Flechtwerk, Rankengewächsen     Note: Root u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī : “to turn, bend, wind,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»