-
1 αναδενδράδα
-
2 ἀναδενδράδα
-
3 υἱόν
υἱόν· ἀναδενδράδα, Hsch.; cf. ὑιήν. -
4 ἄγγατος
ἄγγατος· τὸ εἰς ἀναδενδράδα ξύλον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγγατος
-
5 ἀμάμαξυς
ἀμάμαξυς, - υοςGrammatical information: f.Meaning: `vine trained on two poles' (Epich., Sapph.,).Other forms: gen. - υδος (Sapph.). = ἄμπελος η γένος σταφυλῆς H.; σταφυλῆς γένος, οἱ δε την ἀναδενδράδα οὕτω καλεῖσθαι Suid.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 212 compares ἀμαξίς γένος σταφυλῆς ἀπὸ ἀναδενδράδος H., which is no doubt correct. The word shows reduplication. The further connection with βῆκα· ἀναδενδράς H. is of course very doubtful; better, though still doubtful, the comparison with Hitt. maḫla-. Cf. also Kuiper FS Kretschmer 215 n. 15. This is a typical substr. word (wrong Alessio, Studi Etr. 33, 1965, 718).Page in Frisk: 1,85Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμάμαξυς
См. также в других словарях:
αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… … Dictionary of Greek
ἀναδενδράδα — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράνα — και ντράνα, η 1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή 2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς ( άδος)] … Dictionary of Greek
αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά … Dictionary of Greek
αναδεντράδα — αναδεντρώνω, αναδέντρωση, κ.λπ. βλ. αναδενδράδα, αναδενδρώνω, αναδένδρωση … Dictionary of Greek
κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
υιόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υιή* (II)] … Dictionary of Greek
u̯ei-1, u̯ei̯ǝ- : u̯ī- — u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī English meaning: to turn, bend, wind, *branch out Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”; vielfach von biegsamen Zweigen, Flechtwerk, Rankengewächsen Note: Root u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī : “to turn, bend, wind,… … Proto-Indo-European etymological dictionary