-
1 αναδενδράδες
-
2 ἀναδενδράδες
-
3 μάματα
μάματα· ποιήματα, βρώματα, Hsch.; cf. μάμματα. [full] μαματίδες· ἀναδενδράδες ([place name] Dolopian), Id. [full] μαμάτραι· οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς, Id. [full] μἀμελεῖν, [dialect] Att. crasis for μὴ ἀμελεῖν. -
4 πετά
A v. Πεδαγείτνυος. [full] πετάζω, = πετάννυμι, Id. [full] πεταιτά· μετέωρα, ἀμπελουργία. ὡς αἱ ἀναδενδράδες, Id. [full] πέτακνον, = πέταχνον, Id. -
5 ἀναδενδραδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδενδραδικός
-
6 ὀρινίαι
ὀρινίαι· ἀναδενδράδες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρινίαι
См. также в других словарях:
ἀναδενδράδες — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ορινίαι — ὀρινίαι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. ὀριν τού ὀρίνω «εγείρω, σηκώνω»] … Dictionary of Greek
πεταιτά — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετέωρα, ἀμπελουργία, ὡς αἱ ἀναδενδράδες» … Dictionary of Greek