-
1 αναδενδράδας
-
2 ἀναδενδράδας
См. также в других словарях:
ἀναδενδράδας — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναδενδράδας
2 ἀναδενδράδας
ἀναδενδράδας — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)