-
1 αναγκαίοις
ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖονplace of constraint: neut dat plἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖοςof: masc /neut dat plἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖοςof: masc /fem /neut dat pl -
2 ἀναγκαίοις
ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖονplace of constraint: neut dat plἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖοςof: masc /neut dat plἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖοςof: masc /fem /neut dat pl -
3 πολι-ορκέω
πολι-ορκέω (εἴργω. ἕρκος), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσϑαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῠ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσϑαι, Plut. Caes. 39.
-
4 εξαναλισκω
(fut. ἐξαναλώσω; pf. pass. ἐξανήλωμαι)1) потреблять, растрачивать, расходовать(τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων εἰς τὸν πόλεμον Plut.; ἐξανήλωνται οἱ ἴδιοι πάντες Dem.)
2) истощатьἐξανηλωμένοι ἐν τῷ πολέμῳ Aeschin. — разоренные войной;pass. — подходить к концу, кончаться (ἐξαναλισκομένου τοῦ περιττώματος Arst.)3) истреблять, искоренять(ἐξαναλῶσαι γένος Aesch.)
-
5 ευπορεω
(pf. εὐπόρηκα и ηὐπόρηκα)1) тж. med. быть богатым, обладать в изобилии(σίτων Xen.; σχημάτων καὴ ῥημάτων Plat.; χρημάτων Lys., Plut.; ἀναγκαίων Plut., но ἀναγκαίοις Polyb.; med.: ἐπιτηδείων Arst.; χρημάτων и χορηγίαις Polyb.)
2) процветать, преуспевать(χρυσὸς καὴ ἄργυρος …, ὅθεν ὅ τε πόλεμος καὴ τἆλλα εὐπορεῖ Thuc.)
3) редко med. иметь возможность, быть в состоянии, уметь(ποιεῖν τι Arst.)
ὡς ἕκαστοι εὐπόρησαν Thuc. и καθὼς ηὐπορεῖτό τις NT. — кто как (с)мог;εὐπορῶ ὅ τι λέγω Plat. — у меня есть (много) что сказать;οὐχ ὅπῃ προσαγαγοίμην αὐτὸν εὐπόρουν Plat. — я не знал, как склонить его в свою пользу;οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην Plat. — (этого) я, пожалуй, не сумел бы4) добывать, находить(ἄλλοθεν χρήματα Dem.)
ἵππων εὐπορήσαντες ἀπέδρασαν Xen. — раздобыв лошадей, они бежали5) доходить, достигать(τῆς ἀληθείας Arst.)
6) получать ясное представление(περί τινος Arst.)
7) (пре)доставлять, давать(ἀργύριον Isae.; δέκα μνᾶς τινι Dem.; ἀποδείξεις Diod.)
ἀποδείξεως οὐκ εὐποροῦντα προβλήματα Plut. — неразрешимые задачи8) вызывать, возбуждать -
6 εὐπορέω
Aεὐπόρηκα Diph.43.19
, etc., ηὐπ- Pl.Hp.Ma. 297e, Plu.2.403f:—prosper, thrive, εὐποροῦσι γὰρ οἱ ὀλίγοι are wealthy, Arist.Pol. 1280a4, cf. SIG344.116 (Teos, iv B.C.);εὐ. ἀπὸ τῶν πονηροτάτων X.Mem.2.7.4
;οἱ εὐποροῦντες Amphis 15.6
; of things, ὅθεν ὁ πόλεμος εὐπορεῖ from which sources war is successfully maintained, Th.6.34.b c. gen. rei, have plenty of, abound in,χρημάτων Lys.19.25
, Antiph.228.2;σίτων X.HG1.6.19
; ῥημάτων, ὀνομάτων, λόγων, Pl. Ion 536c, Sph. 267d, Smp. 209b;ἐφοδίων Plu.Them. 10
; εὐ. ἵππων gain possession of.., X.HG1.1.10; εὐ. τῆς ἀληθείας attain it, Arist. Metaph. 996a16; alsoεὐ. ἔν τινι Antipho 5.66
;τοῖς ἀναγκαίοις Plb.1.17.2
.2 find a way, find means, abs.,ὡς ἕκαστοι ηὐπόρησαν Th.6.44
, cf.Pl.Grg. 478a: c. inf., to be able to do,ἐπιχειρεῖν Arist. Top. 102a13
(alsoτοῦ πολλὰ λέγειν Pl.Phdr. 235a
); also εὐπορῶ ὅ τι λέγω I have plenty to say, Id. Ion 532c: c. part., Id.Lg. 634b; τοῦτο εὐ. to be provided with an answer on this point, Id.Euthd. 279a; οὐκ εὐ. ὅπῃ .. not to know how to do, Id.Smp. 219e;μᾶλλον εὐ. πρὸς τὴν γνῶσιν Arist.PA 644b28
.II c.acc.rei, supply or furnish,τἀργύριον Is.7.8
;δέκα μνᾶς τινι D.33.7
; procure,ἄλλοθεν χρήματα Id.40.36
; ; bring forward,ἀποδείξεις D.S.2.31
; find available, μὴ -ήσας πλοῖον (leg. πλοίων) POxy. 1068.3 (iii A. D.):—hence in [voice] Pass., = intr. [voice] Act., have plenty of, abound in, τινος Arist.Oec. 1347b4;μαθητῶν Act.Ap.11.29
; τινι Plb.5.43.8; obtain the use of,πλοίου PFlor.367.8
(iii A. D.): abs.,οἱ εὐπορούμενοι SIG495.66
(Olbia, iii B. C.), cf. Luc.Bis Acc.27, PMag.Par.1.3125:— εὐπορηθέν in strict pass. sense, being furnished, Ps.-Plu.Vit.Hom. 210.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπορέω
-
7 καταμείγνυμι
A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys. 580;τὴν φροντίδα καταμείξας.. εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu. 230
;τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10
;τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63
;συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a
; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c;τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27
:—[voice] Pass., [ ὕδωρ] Aër.8;τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir. 485b10
; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3;εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμείγνυμι
См. также в других словарях:
ἀναγκαίοις — ἀναγκαί̱οις , ἀναγκαῖον place of constraint neut dat pl ἀναγκαί̱οις , ἀναγκαῖος of masc/neut dat pl ἀναγκαί̱οις , ἀναγκαῖος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)