Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνάσιλλος

См. также в других словарях:

  • ανάσιλλος — ἀνάσιλλος, ο (Α) κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνάσιλλος — with hair brushed up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασίλλῳ — ἀνάσιλλος with hair brushed up masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάσιλλον — ἀνάσιλλος with hair brushed up masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»