-
1 ασιλος
-
2 ἄσιλος
ἄσιλος, ον,A v. ἀνάσιλος.
См. также в других словарях:
ασιλίδες — (asilidae). Οικογένεια διπτέρων βραχυπτέρων εντόμων. Πρόκειται για μεγάλες εντομοφάγες μύγες, που οι προνύμφες τους είναι χερσόβιες και κρεοφάγες. Τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας είναι ο άσιλος ο σφηκόμορφος, μεγαλόσωμη μύγα με τριχωτό σώμα … Dictionary of Greek