-
121 πλεκτός
A plaited, twisted,τάλαροι Od.9.247
;σειρή 22.175
;ἀναδέσμη Il. 22.469
;ἅρματα Hes.Sc.63
;ὐποθύμιδες Sapph.Supp.23.16
;στέφανοι Xenoph.1.2
, cf. E.Hipp.73; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, A.Pr. 709; ἀρτάναι, αἰῶραι, S.Ant.54, OT 1264; ; ;βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι Xenarch.1.9
(paratrag.); σκεύη π. any plaited or twisted instruments, cordage, X. Oec.8.12.3 as Subst. πλεκτή, ἡ, v. sub voce.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεκτός
-
122 πολύπονος
πολῠπον-ος, ον, of men,A much-labouring, much-suffering, as a general epith. of mankind,π. ἄνδρες Pi.N.1.33
; (lyr.), E.Or. 175 (lyr.), etc.;- ωτάτη βροτῶν Id.Hec. 722
, cf. Ar.Th. 1023 codd.; laborious, Puchstein Epigr.Gr.p.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπονος
-
123 σιδηροδέσμος
σῐδηρο-δέσμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροδέσμος
-
124 σφυρήλατος
2 of statues, opp. to those of cast metal ( χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69
; Παλλὰς χρυσῆ ς. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.;σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47
, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr. 236b.II metaph., wrought as of iron,σ. ἀνάγκαι Pi.Fr. 207
;σ. φιλία Plu.2.65b
; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b;σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήλατος
-
125 ἀτρεής
ἀτρεής, ές, -
126 ἀχαλίνωτος
ἀχαλῑν-ωτος ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχαλίνωτος
-
127 ἄτρυτος
ἄτρῡτος, ον,A not worn, untiring, unwearied, ; indefatigable,φεῦ τῶν ἀ. οἷα κωτιλίζουσι Call.Iamb.1.277
, cf. Plu.Pomp. 26; ironical in Herod.8.4. Adv.-τως, κάματον ἐκδέχεσθαι Ph.1
. 19;ὑπομένειν τι J.AJ11.5.8
, cf. Jul.Or.7.226c, Orph.Fr.71.2 of things, unabating: hence, limitless,πόνος Pi.P.4.178
, Hdt.9.52;χρόνος B.8.80
;χάος Id.5.27
; ;ἄλγεα Mosch.4.69
;Ἰξίονος μοῖρα ἀΐδιος καὶ ἄ. Arist.Cael. 284a35
;τὸ ἄ. Id.EN 1177b22
;ἀνάγκαι Ph.2.434
;Πόνος Chaerem.
ap. Porph.Abst.4.8; of a road, wearisome, never-ending, Theoc.15.7;ὁδοιπορίαι Plu.Caes.17
: [comp] Sup., Ph.1.418.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτρυτος
-
128 ἰσχυρός
A strong, esp. of personal strength, S.Ph. 945, E.Fr. 290, etc.; of things,ἰ. βέλος Alc.15.4
;ῥεύματα Hdt.8.12
; ἰ. χθών hard, A.Pers. 310; of food, indigestible, Hp.Art.50; of taste, strong, Thphr.HP7.6.1; of armies,ἰσχυροτέρα φάλαγξ X.Cyr.7.1.30
; of places, Th.4.9, X.An.4.6.11, etc.;τῆς χώρης τὸ -ότατον Hdt.1.76
; τὸ ἑαυτοῦ ἰ., opp. τὰ τοῖς πολεμίοις ἰ., X.Eq.Mag.8.24; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Th.5.111; τὰ τῆς πόλεως ἰ. that in which the strength of the state lies, Aeschin.3.66; ὁρῶντες οὐδὲν ἰ. ἀπὸ τῶν Λεσβίων no show of strength, Th.3.6; ἰ. τι πρὸς τὸ πρᾶγμ' ἔχειν a strong point, Men.Epit. 130;- ότατον τεκμήριον SIG685.84
(Crete, ii B.C.).2 powerful,ἄλοχος Διός A.Supp. 302
; ; ;ἰ. τὸ πολλόν Hdt.1.136
;οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14
: [comp] Comp.-ότερος, ἐς πειθώ Democr.51
;ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος -ότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11
.3 forcible, violent, severe, σιτοδείη, ψύχη, Hdt.1.94,4.29;λιμός Ev.Luc.15.14
;ἀναγκαίη Hdt.1.74
; αἱ λίαν ἰ. τιμωρίαι violent, excessive, Id.4.205; ὅρκος -ότατος, ἀνάγκαι -όταται, Antipho 5.11, 6.25;νόσημα Hp.
Acut.(Sp.) 4;βήξ Th.2.49
; γέλως, ἐπιθυμίαι, etc., Pl.R. 388e, 560b, etc.; νόμος ἰ. severe, Hdt.7.102, Lys.15.9; ; γνώμη -οτέρη more positive, Hdt.9.41; τρόπῳ ᾧ ἂν δύνωνται -οτάτῳ Foed. ap. Th.5.23; κατὰ τὸ ἰσχυρόν by main force, opp. δόλῳ, Hdt.4.201, cf.9.2.4 of literary style, vigorous, D.H.Comp.22; also of syllables, strong, ib.16; στάσεις λαμβάνειν ἰ. ib.22.II Adv. - ρῶς strongly, with all force,ἐγκεῖσθαι Th.1.69
, etc.;φυλάττειν τινάς X.An.6.3.11
.2 very much, exceedingly, with Adjs., Hdt.4.108; ἔθνος μέγα ἰ. ib. 183;διώρυγες ἰ. βαθεῖαι X.An.[1.7.15]
, etc.;ἰ. χλωρόν Hp.Prog.11
; κίνησις νωθὴς ἰ. Arist.HA 503b9;ἰ. φιλοπλάτων Phld.
Ind Sto.61: with Verbs, ἰ. ἥδεσθαι, ἀνιᾶσθαι, X.Cyr.8.3.44; ἀπήγγειλεν ὅτι πάντα δοκοίη ἰ. τῷ εὐνούχῳ ib.5.3.15: [comp] Comp.- οτέρως Heraclit.114
, Hdt.3.129;- ότερον X.Cyr.4.5.12
, etc.: [comp] Sup., in answers, ἰσχυρότατά γε most certainly, Id.Oec.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυρός
См. также в других словарях:
ἀναγκαῖ' — ἀναγκαῖαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖε , ἀναγκαῖος of masc voc sg ἀναγκαῖε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαιότατ' — ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατε , ἀναγκαῖος of masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιότερον — ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαιότατα — ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιοτάτα — ἀναγκαῑοτάτᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc/acc superl dual ἀναγκαῑοτάτᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc superl sg (doric aeolic) ἀναγκαῑοτάτᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc/acc superl dual ἀναγκαῑοτάτᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc superl sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιοτάτας — ἀναγκαῑοτάτᾱς , ἀναγκαῖος of fem acc superl pl ἀναγκαῑοτάτᾱς , ἀναγκαῖος of fem gen superl sg (doric aeolic) ἀναγκαῑοτάτᾱς , ἀναγκαῖος of fem acc superl pl ἀναγκαῑοτάτᾱς , ἀναγκαῖος of fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιοτάτων — ἀναγκαῑοτάτων , ἀναγκαῖος of fem gen superl pl ἀναγκαῑοτάτων , ἀναγκαῖος of masc/neut gen superl pl ἀναγκαῑοτάτων , ἀναγκαῖος of fem gen superl pl ἀναγκαῑοτάτων , ἀναγκαῖος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιοτέρα — ἀναγκαῑοτέρᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc/acc comp dual ἀναγκαῑοτέρᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀναγκαῑοτέρᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc/acc comp dual ἀναγκαῑοτέρᾱ , ἀναγκαῖος of fem nom/voc comp sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιοτέρας — ἀναγκαῑοτέρᾱς , ἀναγκαῖος of fem acc comp pl ἀναγκαῑοτέρᾱς , ἀναγκαῖος of fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀναγκαῑοτέρᾱς , ἀναγκαῖος of fem acc comp pl ἀναγκαῑοτέρᾱς , ἀναγκαῖος of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιοτέρων — ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of fem gen comp pl ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of masc/neut gen comp pl ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of fem gen comp pl ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)